United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή η βασιλοπούλα μου έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα.

Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα.

Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα, προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν· τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν.

Και αντίς να τον εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας και τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και πέφτοντας εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε προφήτα, ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να μου κάμης την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια εκατάλαβα εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της θυγατρός του· και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον δύσκολον να γελασθή από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να τον γνωρίσω τέτοιον και μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που να κάμη τον προφήτην να χάση τα κατάστιχά του υποκάτω εις τες εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από την αδυναμίαν του βασιλέως τον εσήκωσα και του είπα.

Αλλ' ωσάν που η θύρα εκείνου του ευκτηρίου οίκου ήτον μισοκλεισμένη, εγώ την άνοιξα, και μεγαλοφώνως είπον «Ας είναι δοξασμένον το όνομα του μεγάλου Προφήτου, ο οποίος μας έδωσε την χάριν διά να φθάσωμεν εδώ εις καλόν κατευόδιον· έτσι τον παρακαλώ να μας έχη εις την προστασίαν του, έως που να φθάσωμεν και εις την πατρίδα μας· δέομαί σου, προφήτα, εισάκουσόν μου την δέησιν

Τότε το Τελώνιον εφώναξε· Σολομών, Σολομών, μέγιστε Προφήτα, έλεος ζητώ και ευσπλαγχνίαν· δεν εναντιώνομαι πλέον εις την θέλησίν σου, υπακούω εις τας προσταγάς σου.

Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω.