United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευθύς μόλις το άνοιξα πέφτει στα μάτια μου ένας τριανταφυλλί φιόγκος, που τον είχεν η Καρολίνα στο στήθος όταν την πρώτη φορά την εγνώρισα και που κάμποσες φορές της τον είχα ζητήσει. Μαζί μ' αυτόν ήταν δύο βιβλία σε μικρό σχήμα, ο Όμηρος στην έκδοση, του Βετστάιν, που συχνά την επιθύμησα, για να μη φορτόνωμαι στον περίπατο την έκδοση του Ερνέστου.

Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!... — Αφέντη, σε γυρεύουν, Σηκώθηκα και άνοιξα. — Ποιος; — Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

Δεν ξεύρω πόσον καιρό εκοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις επατήσαμ' εκεί, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που κολλημένα έβγαιναν μαζί με το δέρμα, μας επότισαν τσάι με το ρούμι και μας εξάπλωσαν στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είμαστε ομπρός στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και η θάλασσα στρωτό κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες εφιλούσεν απαλά τις στεριές.

Τη γη που τον ανάθρεψε με τα βλαστάρια ζώνει, Κι' όπου απαντήση ριζιμιό κι' όπου εύρη χαραμάδα Γενειάζει εκεί βαθειά, βαθειά, κ' υφαίνει τον πλοκό του Αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κι' αιώνια φράχτη, Για κείνους που συνείθισαν... να παρασυνορίζουν. — Θανάση, θα λησμόνησες!... Εχτέςτην Αλαμάνα Εγώ δεν άνοιξα πορειά;

Στο περιβόλι μας εκεί κάτω! Στο περιβόλι μας είναι πίσω συκιές και πλατάνοι. Μα έχει μια πόρτα δεξιά ο μπαξές, μια πόρτα που βγαίνει πλάγι στο δρόμο, στο δρόμο δεξιά μεριά, μια πόρτα μικρή, καταραμένη. Άνοιξα και μπήκα τότες εγώ. Είναι ίσκιος και δροσιά στο περιβόλι μας πίσω. Τι αγαθό που είναι το περιβόλι! Τι καλοσύνη που την έχει η αβγή! Γλυκοχαράζει για να χαίρεται ο κόσμος.

Ψυχή να μην απομείνη, να μας τσαμπουνίζη πως βασιλεύει αλήθεια και δίκιο και πως νικάει η αγάπη. Της άνοιξα σα μωρό παιδί την καρδιά μου. Άγγελος μονάχος. Της φανέρωσα όλη μου τη λαχτάρα. Είπε κι όχι, είπε και ναι. Φαρμάκι το όχι της, φαρμακωμένο το ναι της! Μήνυσα δυο λόγια της μάννας, ίσως και συμπονέση, σα μάννα που είνε. Να τος ο πόνος της!

Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Αλλ' ωσάν που η θύρα εκείνου του ευκτηρίου οίκου ήτον μισοκλεισμένη, εγώ την άνοιξα, και μεγαλοφώνως είπον «Ας είναι δοξασμένον το όνομα του μεγάλου Προφήτου, ο οποίος μας έδωσε την χάριν διά να φθάσωμεν εδώ εις καλόν κατευόδιον· έτσι τον παρακαλώ να μας έχη εις την προστασίαν του, έως που να φθάσωμεν και εις την πατρίδα μας· δέομαί σου, προφήτα, εισάκουσόν μου την δέησιν

Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ' εκάπνισε κ' έγειρεν ολίγο και εκάηκε! — Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ' επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ' εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα... Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ' έμεινε στον τόπο!

Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικράν και της είπεν απλώς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτή ήξευρε: — Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις. Κ' η μικρά ελούφαξεν ως εκ θαύματος. Μόλις άνοιξα το στόμα μου, κ' επρόφερα: Αναστάσεως ημέρα, Λαμπρυνθώμεν λαοί. Πάσχα Κυρίου, Πάσχα...