United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».

Και για να την παρηγορήσει σκέφτηκε να της διηγηθεί μια από τις τόσες ιστορίες του τυφλού. «Άλλωστε δεν είμαστε ποτέ ευχαριστημένοι. Ξέρετε την ιστορία της Βασίλισσας του Σαβά; Ήταν όμορφη και είχε ένα μακρινό βασίλειο με πολλούς κήπους από συκιές και ροδιές και ένα παλάτι ολόχρυσο. Άκουσε, λοιπόν, να λένε ότι ο Βασιλιάς Σολομών ήταν πλουσιότερος από εκείνη κι έχασε τον ύπνο της.

Ήτο η ηλικία καθ' ην, συμφώνως προς τας Εβραϊκάς παραδόσεις, ο Μωυσής είχε καταλίπει τον οίκον της θυγατρός του Φαραώ· και ο Σαμουήλ είχεν ακούσει την φωνήν ήτις εκάλεσεν αυτόν εις το προφητικόν έργον· και ο Σολομών εξήνεγκε την κρίσιν, διά της οποίας απεκαλύφθη το πρώτον η σοφία του· και ο Ιωσίας ωνειρεύθη την μεγάλην αναμόρφωσίν του.

Ο θάνατος επέρχεται ή πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Ή κλείει τις τα όμματα προτού να ίδη τον σκοπόν του κατωρθωμένον, ή απέρχεται εις τας αιωνίους μονάς αφού τον ίδη ναυαγήσαντα, ή επιτυχόντα προς στιγμήν και καταστραφέντα διά πάντοτε, όπερ είνε το αυτό και κάτι χειρότερον. Διά τούτο ο Σολομών λέγει, ότι αυτός μακαρίζει τους αποθαμένους πλειότερον παρά τους ζωντανούς. Και εγώ το ίδιον λέγω.

Καλλίτερα να τα λέμε μπροστά, κυρ Δημητράκη. Να μη γνέφη τινάς οφθαλμώ μετά δόλου, λέγει ο σοφός Σολομών. Ο &ελέγχων& μετά παρρησίας &ειρηνοποιεί&. — Εγώ τώρα τ' ακούω αυτό, επανέλαβε κατηφής ο κυρ Δημητράκης. — Γιατί στερνά τα μαθαίνει όλα κείνος οπού έπρεπε πρώτος να τα ξέρη, είπεν ο παπάς. Και &έσονται οι πρώτοι έσχατοι.&

Ω Μουσουλμάνε φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον χρέος· ήξευρε ότι ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον πύργον, είναι ο προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την Βούλλαν, διατί με αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου, και εσένα ύστερα θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου.

Ποίος ενδύει τόσον μεγαλοπρεπώς τα κρίνα του αγρού, οπού ουδέ ο μέγας Σολομών με όλην την σοφίαν του δεν ημπόρεσε να ενδυθή με τέτοιαν λάμψιν; Ποίος τρέφει τα πουλάκια τα μικρά; Διατί ο άνθρωπος να μη είνε πάντοτε γελαστός και χαρούμενος ως τα πτηνά; Διατί και ο άνθρωπος να μη είνε στολισμένος ως τα κρίνα του αγρού; Διατί να σκάπτη την γην; Διατί να ιδρώνη και να κρυώνη; Να πεινά; Να κλαίη; Διατί να μη τραγουδή πάντοτε ως τα πτηνά; Ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον, το εκλαμπρότερον δημιούργημα, σκοτεινόν, χωρίς άρωμα, χαμερπή, γυμνόν, πειναλέον . . .

Προς στιγμήν εσκέφθη να πνίξη αυτό εις την θάλασσαν, ως ο Σολομών τας λύπας του εις τον οίνον, αλλά το ύδωρ ήτο ρηχόν και πλην τούτου εφοβείτο την Κόλαση, ένθα επί πολύ ακόμη έπρεπε να περιμένη την Ιωάνναν.

Αλλά συ δεν τα ειξεύρεις αυτά, κόρη μου. Στοιχηματίζω ότι αγνοείς και αν υπήρξε ποτε Σολομών. Τόσον καλλίτερον αγνόει, κόρη μου, αγνόει, επέφερε με αλλόκοτον μειδίαμα η μοναχή. Όσον πλειότερον αγνοείς, τόσον ευτυχεστέρα είσαι.

Υπό το κράτος αυτού ο Σολομών ψάλλει το άσμα ασμάτων , το ύπατον αυτό ερωτικόν παραλήρημα, εις το οποίον η άγνοια τόσον ευκόλως ηκόνισε πάντοτε τα βέλη της σατύρας της: «Φιλησάτω με από φιλημάτων στόματος αυτού· ότι αγαθοί οι μαστοί σου υπέρ οίνον, και οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα. Μύρον εκκενωθέν όνομά σου. Διά τούτο νεάνιδες ηγάπησάν σε.».