United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούγοντας τη φωνή του, ο Χουσδάν, τραβάει την αλυσσίδα του από τα χέρια της Βραγγίνας, τρέχει στον κύριό του, κυλιέται στα πόδια του, λείχει τα χέρια του, γαυγίζει χαρωπά. «Χουσδάν, φωνάζει ο τρελλός, ευλογημένος νάναι ο κόπος που έκανα για να σ' αναστήσω. Με δέχτηκες πειο καλά παρά εκείνη που τόσο αγαπούσα. Εκείνη δε θέλει να μαναγνωρίση.

Ο Χουσδάν σηκώνει το κεφάλι προς τον κύριό του, παραξενεύεται και μην τολμώντας πεια να γαυγίση, αφήνει ταχνάρια. Ο Τριστάνος τον βάζει μέσα στα πόδια του, έπειτα χτυπά την μπότα του με την καρυδένια μπαγκέτα, καθώς συνηθίζουν να κάνουν οι κυνηγοί για να ερεθίσουν τα σκυλιά. Μ' αυτό το σύνθημα, ο Χουσδάν θέλει πάλι να γαυγίση, κι' ο Τριστάνος τον χτυπά.

Γιατί από τότε που λείπει ο Τριστάνος είναι ξαπλωμένος κει κάτω μέσ' την καλύβα του κι' όποιος τον πλησιάση του ρίχνεται, Βραγγίνα, φέρε μου τον εδώ. Η Βραγγίνα τον φέρνει. «Έλα δω, Χουσδάν, λέει ο Τριστάνος. Ήσουν δικός μου, σε ξαναπέρνω».

Φίλη, σου αφήνω το Χουσδάν. — Φίλε, πάρε και συ αυτό το δαχτυλίδι. Και οι δυο φιλήθηκαν στα χείλη. Στο αναμεταξύ, αφήνοντας τους αγαπημένους στο ερημητήριο, ο Ογκρίν είχε βαδίσει με το ραβδί του μέχρι το Μοντ.

Κι' ο Βασιληάς Μάρκος, συλλογιζότανε τα περασμένα, κ' έλεγε μέσα του: «Μεγάλη γνώσι δείχνει τούτο το σκυλί που κλαίει έτσι τον αφεντικό του. Μήπως δα υπάρχει κανείς σ' όλη την Κορνουάλλη που ναξίζη το νύχι του ΤριστάνουΤρεις βαρώνοι ήρθαν στο Βασιληά: «Μεγαλειότατε, διατάχτε να λύσουν τον Χουσδάν. Θα ιδούμε αν κάνη έτσι γιατί πεθυμάει τον κύριό του.

Η Ιζόλδη χάιδεψε το Χουσδάν με το χέρι και είπε: «Λυπηθήτε τον, άρχοντα! Άκουσα άλλοτε να μιλούν για έναν Ουαλλό δασοφύλακα που είχε συνηθίσει το σκύλλο του ν' ακολουθή χωρίς γαυγητά τα ίχνη των πληγωμένων ελαφιών. Φίλε Τριστάνε, τι χαρά αν κατωρθώναμε, σιγά-σιγά με υπομονή, να γυμνάσουμε έτσι τον ΧουσδάνΣκέφτηκε μια στιγμή, ενώ ο Χουσδάν έγλυφε τα χέρια της Ιζόλδης.

Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.

Τον είχαν κλείσει στον ψηλότερο πύργο του φρουρίου, μ' ένα βαρύ ξύλο κρεμασμένο στο λαιμό. Από την ημέρα που έχασε τον κύριό του, δεν ήθελε καμμιά τροφή, έξυνε το χώμα με τα πόδια, τα μάτια του έτρεχαν, ούρλιαζε. Πολλοί τον ελυπήθηπαν. «Χουσδάν, έλεγαν, κανένα σκυλί δεν αγάπησε ποτέ έτσι τον κύριό του, σαν εσένα. Ναι, σωστά είπε ο Σολομών: «ο αληθινός μου φίλος, είναι το λαγωνικό μου».

Θα μπορούσε να μας πάη σε μέρος όπου ο γυρισμός δεν θάταν εύκολος». Τον αφήνουν και γυρίζουν πίσω. Το δάσος αντιλαλούσε από τα γαυγητά του Χουσδάν, κι' από μακρυά ο Τριστάνος, η Βασίλισσα κι' ο Γκορνεβάλης τον ακούνε· «ο ΧουσδάνΤρομάζουν: δίχως άλλο ο βασιληάς τους κυνηγάει, σαν άγρια θερία, με λαγωνικά. Βυθίζονται σε κάτι πυκνά φυλλώματα.

Μπήκαν στα ψηλά χόρτα και της φτέρες. Τα δέντρα ξανάκλεισαν πίσω τα κλαδιά τους. Και χαθήκανε μέσ' τα φυλλώματα. Ακούστε μια ωραία περιπέτεια, Άρχοντες. Ο Τριστάνος είχε αναστήσει ένα σκυλλί: ένα λαγωνικό, ώμορφο, ζωηρό, ελαφρό στην τρεχάλα. Κανένας κόμης κι' ούτε ο ίδιος ο Βασιληάς δεν έχει το όμοιό του για το κυνήγι με το τόξο. Τον έλεγαν Χουσδάν.