United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συλλογίστηκα απλούστατα πως είναι πολύ νωρίς να γυρίσω στην Αθήνα. Δε βλέπεις; Οι ζέστες ξαναρχίσανε. Νομίζει κανείς πως ξαναγυρίζομε στην άνοιξη, ενώ έχομε μπροστά μας το χειμώνα. Εγώ έβαλα πάλι τα καλοκαιρινά μου. Να, κύτταξε!... ΑΝΘΥΠΟΛ. — Χμ! Μην εμπιστεύεσθε πολύ σ' αυτή την Άνοιξη, κύριε Φλέρη. Το φθινόπωρο είναι άπιστη εποχή. Νομίζω πως δεν κάματε καθόλου καλά να βάλετε τα καλοκαιρινά σας.

Και ετράπησαν όλαι αι γυναίκες προς τον ανήφορον, όπου ο γέρων πηδαλιούχος ανήρχετο ακόμη σιγά-σιγά χωλαίνων με τους δύο πρισμένους πόδας του και τα δύο χονδρά ραβδία του. — Αρί-σείς, ηκούσθη όπισθεν πάλιν η φωνή της αιτούσης γραίας. Αρί-σείς, δος τε μου δυο φ'λλάκια πλειο· τι ήτανε! Μάλαμμα τα κάματε;

Βλέπω πως με ακολουθείτε, όπως το συνειθίζουν μερικές γυναίκες, απ' τις οποίες σας πίστευα πιο περήφανη . . . Δε ήρθα να μείνω, ούτε να σας ενοχλήσω πια. Ήρθα να σας δώσω για τελευταία φορά το χέρι μου, στην παραμονή ενός μεγάλου ταξιδιού μου. Αν σας πειράζη κι' αυτό, με συγχωρείτε για την ενόχληση που σας έδωκα. Χαίρετε. ΦΛΕΡΗΣΔεν είπα αυτό, δε σας διώχνω. Είπα πως κάματε...

Η Νίκη μας έφυγε· η Δόξα όμως μένει και θα μένη στους αιώνες δική μας. Ναι· είνε ωραίο· είνε τέλειο καλλιτέχνημα! Χύθηκε απάνου στάγαλμα, τ' αγκάλιασε σφιχτά και του φίλησε με πάθος το κρύο μέτωπο. — Για σένα τους χαρίζω κάθε αληθινή δόξα· εψιθύρισε τρυφερά κυττάζοντας το μάρμαρο. Πού είσαι τώρα, Περαχώρα, Γκενεβέζο, Αλαμάνο! εφώναξε απλώνοντας το χέρι του. Καλά κάματε και φύγατε· πολύ καλά.

Γράφω και στο Φιγκαρό, στο Βολταίρο. Αι φιλολογικαί ΣυνεντεύξειςΤώρα, δια τους συγχρόνους Έλληνας συγγραφείς δεν θα μου πήτε την γνώμην σας; — Α! όχιόσα είχα να πω, τα είπα· έστειλα κιόλας γράμμα στο Άστυ. Εσείς δεν είσαστε ο Μποέμ; — Μάλιστα! — Κάματε πολύ κακά να τις γράψετε τις ιντερβιούδες σας, έτσι. Ό τι σας έλεγαν, το γράφατε. Μα πήγατε και κρυφά σε μερικούς.

Δύο βήματα μπροστά τους γνώρισα τον ηγούμενο, πόστεκε ορθός, τυλιγμένος μ' ένα μαύρο σάλι, με το κομπολόγι στα χέρια, σοβαρός, αυστηρός, χωρίς το χαμόγελό του αυτή τη φορά. Τα χείλη του και τα πυκνά του γένεια αναδεύουνταν, κάτι έλεε. Δεν άκουα τίποτε, αλλ' η φωνή του σε λίγο έγινε δυνατώτερη. — Αυτό που κάματε, παιδιά μου, είνε μεγάλη αμαρτία...

Ο μπαμπάς σου παίζει. Δώσε μου το χεράκι σου να το φιλήσω. ΔΩΡΑΌχι, κύριε Νίκο, όχι φύγετε. Φοβάμαι. Τρέμω. Κύριε Νίκο ... Τι μου υποσχεθήκατε; Όχι. Εσείς δε θέλω να με λέτε δεποινίδα Δώρα. Θα σας θυμώσω. ΝΙΚΟΣΤίποτε. Θα σας λέω δεσποινίδα Δώρα, όσο με λέτε κύριε Νίκο. Μάλιστα δεσποινίς.... ΔΩΡΑ — Ε! καλά, καλά. Ορίστε. Νίκο! Σας είπα Νίκο. Δώρα . . . Τι μου κάματε; Σκύβει κάτω.

Δ’ ΓΥΝΗ Σύμφωνες, και με την ίδια γνώμη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βλέπω λοιπόν πως κάματε και όλα τάλλ' ακόμη, κ' επήρατ', όπως είπαμε, Λακωνικές κουντούρες, και ανδρικά φορέματα, και ανδρικές μαγκούρες. Ζ’ ΓΥΝΗ Κ' εγώ επήρα μία απ' τον ξυλοκουβαλητή εκείνον το Λαμία την ώραν που κοιμώτανε. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Φαίνετ' αυτή τον κάνει που, όταν τη φορτώνεται στους ώμους, όλο κλάνει.

— Ο Θεός να σας συχωρέση μ' ό,τι κάματε, πολυέλαιος και πολυεύσπλαχνος είνε. Τόρα πάρτε αυτό το πλαστάρι το ψωμί, που σας άφησα εκεί στο κρεββάτι, νάτε κι αυτά τα δυο τάλληρα, κι αγάλι' αγάλια χωρίς να βροντήσετε και σας καταλάβουν και τραβάτε. Ν' αφήσετε μονάχα την πόρτα ανοιχτή, κι ότι έκαμα για σας να μη βγη από το στόμα σας.

Θυμόσαστε ακόμη την ημέρα που σας έδωκα το Χουσδάν, το καλό μου το σκυλλί; 'Α! αυτός μ' αγάπησε πάντοτε, και προς χάρι μου θα την άφηνε την Ιζόλδη την Ξανθή. Πού είναι; Τι τον κάματε; Αυτός τουλάχιστον θα με ανεγνώριζε. — Θα σας ανεγνώριζε; Λέτε μια τρέλλα.