United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ όσο άκουα της φωναίς, τόσο εχώνομουν παρά μέσατο σχοίνο. Πού λογάριαζα εγώ τάλλαρο ξετάλλαρο. Νάααα! φόβο! — Παιδί, παιδί! πάλιν ακούω, Πες μας, δεν κατοικούν ενώτο χωριό άνθρωποι; Έλαβα θάρρος. Πού; ιδώτο κάστρο; είπα από μέσα από το σχοίνο. Όχι. Η χώρα είναι από κάτω. — Πού; έλεγαν πάλιν οι ξένοι.

Σηκώνεται, περπατεί, τρέχει τρέχει το καρδιοχτύπι, μπαίνει στην κάμερή μου, στα σεντόνια μου μέσα, στο ποκάμισό μου, στο στήθος μου μπήκε. Δεν είταν του παπού το καρδιοχτύπι που άκουα. Είταν το δικό μουκαι τώρα το κατάλαβα! Μεγαλώνει· μεγαλώνει ώρα την ώρα. Τα ξέρω πια πως θα πεθάνω. Θεοφάνερα το βλέπω. Θα πεθάνω μόνο και μόνο γιατί φοβούμαι πως θα πεθάνω. Ο καταραμένος ο μουσαφίρης!

Δύο βήματα μπροστά τους γνώρισα τον ηγούμενο, πόστεκε ορθός, τυλιγμένος μ' ένα μαύρο σάλι, με το κομπολόγι στα χέρια, σοβαρός, αυστηρός, χωρίς το χαμόγελό του αυτή τη φορά. Τα χείλη του και τα πυκνά του γένεια αναδεύουνταν, κάτι έλεε. Δεν άκουα τίποτε, αλλ' η φωνή του σε λίγο έγινε δυνατώτερη. — Αυτό που κάματε, παιδιά μου, είνε μεγάλη αμαρτία...

Όσο να με πάρη ο ύπνος, έρριχνα τα μάτια μου 'ςτά ντυμένα βουνά του Δρύσκου και του Βασταβετσιού αντίπερα, όπου τα σκέπαζε μια αγανή καταχνιά γαλάζια, άκουα τους εύθυμους τραγουδιστάδες του καλοκαιριού, τους ζιζικάδες, παρέβαλλα τους ήχους όπ' έρχονταν από τα πέντε τσοκάνια των μουλαριών, κ' εκύτταζα μια κόκκινη πλουμιστή πασχαλίτσα, που κολλημένη απάνουένα κίτρινο αγριολούλουδο, πούχε ανθίσει ανάμεσα 'ςτά χορτάρια και 'ςτά περιπλοκάδια του παλιού τοίχου, βύζανε το γλυκό χυμό του.

Κυνηγώντας, κυνηγώντας θα βγήκαν εκείθε. — Μπορεί, είπεν ο ψαράς. Μπορεί, γιατί πήραν και ζαϊρέ μαζί τους. Ίσια με το δειλινό, άκουα τουφεκιές πέρα κατά τις καλαμιές. Αν δε βγήκαν ακόμα, και τους βρήκε αυτή η διαολοαντάρα, θεός να γλύση μονάχα. — Ε! τι καταχνιά είν' αυτούνη, έκαμε ο μηχανικός. Ίσα με δυο ώρες και πέφτει, ξαστερόνει.

Η αδελφή Σιξτίνα είχεν ασκήσει την πρώτην δοκιμασίαν της έν τινι σεμιναρίω θηλειών ιδρυμένω παρά τον Τίβεριν, ονόματι «Άκουα Σιλέντσιι», περιφήμω επί μοναστική πειθαρχία κατ' εκείνον τον χρόνον.

Του οποίου ο κατακαϋμένος ο Μανώληςτην πρύμνη με το τιμόνι. Του οποίουτην στιγμή, όσο να κυττάξω, χάθηκεν από μπροστά μου. Μέσ' 'ς την τρομάρα μου εφώναξα: Μανώλη! Του οποίου κανένας δεν μ' αφουγκράσθηκε. Του οποίου μόνον χιόνι έβλεπα ανακατωμένο με τα κύματα, και άκουα μόνον βογγητόν θηρίου πληγωμένου, τον βογγητόν της θάλασσας.

Αλλά κι από κάτι λόγια π' άκουα στο διάβα μου καταλάβαινα πως η μοχθηρία κι η κακογλωσσιά του χωριού είχε πάρει δρόμο κατά πάνω μας.

Και να είσαι βέβαιος ότι δεν θα εντραπή η πόλις των Αθηναίων να διδαχθή παρά βαρβάρου και ξένου πράγματα ωφέλιμα. ΑΝΑΧ. Αυτό θα είνε εκείνο που άκουα να λέγουν για σας τους Αθηναίους, ότι ομιλείτε με ειρωνείαν.

Έφευγε και πήγαινε στον κήπο κι άκουα την αλυσίδα του πηγαδιού γριγρι!... γριγρι!... όλη νύχτα Και την αυγή βρίσκαμε γιομάτες νερό τις σκάφες, έτοιμες για την πλύση. Και κάθε τόσο που έπεφτε πολλή δουλειά, πήγαινε μόνος του και ξύπναε τις δούλες για το ξενύχτι. Σ' όλα σ' όλα είχε την έγνοια μας, την κυβέρνια μας δέκα χρόνια στρωτά.