United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια να υπομένη Βαρέθηκε ως το ύστερον πολύ περιορισμένη· 40 Κι' αποφασίζει μιαν αυγή ν' αφήκη τέτοιους τόπους, Να πάη να ζήση, ως άλλοτε, μαζή με τους ανθρώπους, Οχ το πουρνό λοιπόν αυτή σε σταυροδρόμι βγαίνει, Στον κόσμο φανερόνεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει. Μον εβουλήθη ολόγυμνη τα κάλλη κι' ωμορφιά της, 45 Να δείξη δίχως σκέπασμα, ως ήταν μάθημά της.

Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους.

Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο. — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. Είνε αντικρύτην ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας. — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.

Κι' η ψυχή καπνός φέβγει και μέσα μπαίνει 100 στης γης με τσιριχτά. Κι' αφτός ολόξαφνος πετιέται, χτυπάει το γόνα και λαλεί παραπονιάρη λόγο «Ωχού, έχει κάπια το λοιπόν και στ' Άδη τα λημέρια ψυχή κι' εικόνα, μα ζωή μηδ' ύπαρξη δεν έχει. Τι του Πατρόκλου μου η ψυχή όλη τη νύχτα η δόλια 105 εδώ κοντά μου στέκουνταν, και στέναζε βογγούσε και κάθε μούλεγε ορισμό· έτσι είταν όμως, φάσμα

Ψηλός, μελαχρινός, με το πρόσωπο χλωμό στο φεγγαρόφωτο, μπαίνει και κάθεται πλάι της στο κατώφλι. «Θεια-Καλίνα», είπε με ξενική προφορά, «γιατί μιλήσατε για τις υποθέσεις μου στον υπηρέτη;» «Εκείνος το θέλησε.

Και μπαίνει μέσα ο Έχτορας στα χέρια του κρατώντας κοντάρι ως έντεκα πηχών, με το χαλκένιο στόκο π' άστραφτε ομπρός κι' ολόχρυσο τον έσφιγγε ζουνάρι. 320 Εκεί τον Πάρη πούσαχνε τον βρήκε την πανώρια μες στο γιατάκι αρματωσά, ασπίδα και τσαπράζα, και που στα χέρια το κυρτό δοκίμαζε δοξάρι. Δίπλα η Λενιό καθότανε με γύρω της τις σκλάβες κι' είχε σ' αργόχερα ακουστά στρωμένες τις αργάτρες.

Μπαίνει και βλέπει το μαστιγωμένον Αγαθούλη με το σπαθί στο χέρι, έναν σκοτωμένον χάμου, τη Κυνεγόνδη ξώφρενη και τη γριά δίνοντας συμβουλές. Ιδού τι συνέβη αυτή τη στιγμή μέσα στην ψυχή του Αγαθούλη και πώς σκέφτηκε: Εάν ο άγιος άνθρωπος καλέση βοήθεια, θα με κάψη ασφαλώς στη φωτιά και μπορεί να κάνη το ίδιο και στην Κυνεγόνδη.

Δε φαίνεται σχεδόν άλλο τίποτε από ρόδα κι από την πόρτα μπαίνει μια γυναίκα μόνη. Κρατεί στα χέρια ένα παιδί και το παιδί είναι νεκρό. Δε θέλει ναγγίση άλλος κανείς το αγαπημένο της και με τα ίδια της τα χέρια, που δεν τρέμουν, το τοποθετεί στην κάσα. Του βάζει στην αγκαλιά ένα μικρό ξύλινο μαλλιαρό σκυλάκι, που αγαπούσε να κοιμάται μαζί του όταν είτανε γερό και κανείς δε στοχαζότανε το θάνατο.

Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ σε μορφήν Αρπυίας, κτυπάει τα φτερά του απάνω στο τραπέζι, που με ώμορφη τέχνη γίνετ' άφαντο. Εγώ σας επήρα τον νου. Εκείνη καθ' αυτό είναι η ανδρεία, που κάνει τους ανθρώπους και πνίγονται, και κρεμούνται μοναχοί τους. Μωροί!

Αν θέλει εμάς στο πείσμα μας, της Αθηνάς κι' εμένα 213 να λυπηθεί τ' ορθόβραχο καστρί και ναν τ' αφίσει 215 ολόρθο, και των Αχαιών να μην τους δώσει νίκη, ας μάθει αφτό, πως άσβυστο θάχουμε πάντα πάθοςΕίπε, κι' αφίνει το στρατό και πάει και μέσα μπαίνει στο κύμα, κι' αποθύμησαν τον Ποσειδό οι Αργίτες.