United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.

Κι' αφτός ενώ βογγούσε, 70 να! άξαφνα ομπρός του πρόβαλε η σεβαστή του η μάννα, και ξεφωνώντας έπιασε του γιου της το κεφάλι, κι' άρχισε μ' αναφυλλητά ναν του μιλάει και τούπε «Τι κλαις, παιδί μου, τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, μην τόχεις μυστικό.

Η «Αθηνά» σηκωνότανε σαν άτι αφρισμένο, σούζα, και καθώς έπεφτε να βουτήση πάλι, γκοπ! έλεγες πως έπεφτε απάνω σε βράχο. Τώρα θανοίξη, να κοπή σε δύο, έλεγες. Οι αρμοί της τρίζανε τρομακτικά στο σκαμπανέβασμα, όλο το καράβι βογγούσε σα θεριό λαβωμένο. — Αγάντα, καϋμένη Αθηνά. Παλληκάρι σαν πάντα... Είπε ο Καπετάν-Μοναχάκης με μια φωνή σβυσμένη, σαν να μιλούσε από μέσα του.

Κι' η ψυχή καπνός φέβγει και μέσα μπαίνει 100 στης γης με τσιριχτά. Κι' αφτός ολόξαφνος πετιέται, χτυπάει το γόνα και λαλεί παραπονιάρη λόγο «Ωχού, έχει κάπια το λοιπόν και στ' Άδη τα λημέρια ψυχή κι' εικόνα, μα ζωή μηδ' ύπαρξη δεν έχει. Τι του Πατρόκλου μου η ψυχή όλη τη νύχτα η δόλια 105 εδώ κοντά μου στέκουνταν, και στέναζε βογγούσε και κάθε μούλεγε ορισμό· έτσι είταν όμως, φάσμα

Έπειτα φτάνει γλήγορα στ' αρχοντικό του σπίτι, 370 μα μέσα δεν την πέτυχε την όμορφη Αντρομάχη, μόνε στον πύργο είχε ανεβεί με την αφράτη βάγια και το παιδί, κι' έκλαιγε εκεί με πόνο και βογγούσε. Και σα δε βρήκε πουθενά το λατρεφτό του τέρι, πάει στην μπασά και στέκεται, και κράζει στις γυναίκες 375 «Για ακούστε, σκλάβες, μια στιγμή και πέστε την αλήθια.

Μηδ' άλλος τον αμέλησε κανείς τους, μόνε ομπρός του κρατούν τις ομορφόκυκλες ασπίδες, και κατόπι τον παίρνουν κι' όξω οχ τη σφαγή στα χέρια τους τον βγάζουν, ως πούρθαν στα γοργά άλογα που καρτερούσαν πίσω 430 όξω απ' τη μάχη μ' αμαξά και με πανώριο αμάξι, κι' έτσι τον παν προς το καστρί ενώ βαριά βογγούσε.

Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.

Κι' οι Δαναοί όλη νύχτα με δάκρια και με στεναγμούς τον Πάτροκλο θρηνούσαν. 315 Και πρώτος του Πηλέα ο γιος το μοιρολόϊ αρχίζει, κι' έβαλε απάς στου βλάμη του τα νεκρωμένα στήθια τις αντροσφάχτρες χέρες του, και στέναζε βογγούσε, σαν το λιοντάρι που μικρά του πήρε ο κυνηγάρης κλεφτά απ' το δάσος το πυκνό, κι' αφτό σα φτάσει παίρνει 320 τρεχάτο γύρα τα λογγά βογγώντας, κι' όλο ψάχνει πώς νάβρει αχνάρια τ' αρπαχτή, τι άγρια το πιάνει λύσσα· έτσι βαριά στενάζοντας μοιρολογούσε κι' είπε «Αχ ξεστομούσα αφέλεφτο τη μέρα εκείνη λόγο, σαν γκάρδιωνα τον αρχηγό Μενοίτη στο πυργί μας 325 κι' είπα πως νικητή της Τριάς και φορτωμένο πλούτη πίσω θαν του τον πάω εγώ τον ξακουσμένο γιο του· μα αχ! ίσα πάντα τους σκοπούς δε μας τους βγάζει ο Δίας, τι είναι γραφτό να βάψουμε ένα κι' οι διο μας χώμα στα ξένα αλάργα, τι κι' εγώ δε θα γυρίσω πίσω 330 να με δεχτεί στον πύργο μας ο γέρος μου πατέρας κι' η δόλια μάννα, μον εδώ θα με σκεπάσει η πλάκα.

Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου.

Άλλη φωνή δεν άκουγα Παράτο λόγκο πέρα Φώναζε ο μαύρος κόρακας, Και το βουνό βογγούσε Απ' τη βραχνή του τη φωνή. Η λίμνη ηρεμούσε, Κι' αντάρα 'πό τα Γιάννινα Σκοτώνταντον αθέρα. Ρίχνωτα Γιάννινα ματιά Και βλέπω όλο μαυρίλα, Κ' εφαίνονταν εδώ κ' εκεί Αι φέξαις αναμμέναις, 'Σάν να ήτανε κολοφωτιαίς 'Στό λόγκο 'σκορπισμέναις. Τι θέαμα τρομαχτικό! Τι μαύρη ανατριχίλα!