United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτό πλάη μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από την θαμπάδα τα μάτια.

Αν το φορτίον ήτο έτοιμον από την αυγήν, δεν θα εσυλλογίζετο διόλου ο Μανώλης τους λόγους του πνευματικού του, αλλ' η βραδύτης του οικονόμου της Μονής και η μαυρίλα του Θερμαϊκού και τα συννεφάκια του Πηλίου τον έκαμον να ενθυμηθή όλα τα ανωτέρω και να χασμάται και να προτιμά να μη δουλέψη την ημέραν εκείνην, αλλά να ανέλθη επάνω και να ακούση την λειτουργίαν του, ως καλός χριστιανός.

Βόσκουν αυτά με την δροσιά και με το κρύο της νύχτας Σε γούπατον, σε λαγκαδιά καιόχτους απλωμένα. Γλυκός γλυκός αντίλαλος χύνεται απ' τα κουδούνια, Κάποτε ο νυχτοκόρακας, κάποτε αγρίμι σκούζει, Κάποτε σκύλου βάβυσμα βαθιά βαθιά γροικιέται Μέσ' 'ς τη μαυρίλα την πυκνή.

« Και Σε και τη Μητέρα Σου, « Και Σε και τον Υιό Σου » Σας έβρισα, Σας έκαμα » Μηδαμινούς 'μπροστά μου. » Τώρα σ' αυτή την Κόλασι, » Καιτα μαρτύριά μου » Το μετανοιόνω· Λάτρης Σου » Γένομαι ο εχθρός Σου!» « Ελέησόν με, Κύριε! ... » Άλλο δεν είχε κρίνει, Κι' ακούετ' ένα βρονταριό, 'Φάνηκε μια μαυρίλα, Κ' ύστερα φλόγ' ανάλαμψε.

Θάλεγε κανένας ότι κι αυτό είχε πάρει από τη μαυρίλα των μαλλιών. Και στη Χλόη, που τον εκοίταζε, εφαινόταν όμορφος ο Δάφνης, και επειδή δεν τον είχε προσέξει πριν ότι ήτανε όμορφος, ενόμιζε πως το λουτρό ήτανε η αφορμή της ομορφιάς του. Κι όταν του έπλενε τις πλάτες ένοιωθε το κρέας του πιο μαλακό· και πολλές φορές άγγιξε κρυφά το δικό της για να δοκιμάση μήπως ήτανε τρυφερότερο.

Και από το σύδενδρο νησίταις κορυφαίς του Ολύμπου ο Ερμής ανέβη ευθύς, κ' εγώ της Κίρκης προς το δώμα κίνησα, και η καρδία μου πολλήν είχε μαυρίλα. της καλοπλέξουδης θεάς εστάθηκα εις την θύρα• 310 έσυρα τότ' εγώ φωνή και μ' άκουσεν εκείνη• ευθύς πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και μ' εκαλούσε• ανήσυχος κατόπι της επήγα•αργυροκάρφωτο θρονί μ' εκάθισεν εκείνη• ήταν ωραίο, τεχνικό, κ' είχε υποπόδι κάτω• 315 μίγμα εις ποτήρι ολόχρυσο μου ετοίμασε να πίω, κ' έρριξε μέσα βότανα και ολέθρια μελετούσε. και άμ' όλο το 'πια και ποσώς τα μάγια δεν μ' επιάσαν, μ' ένα ραβδί μ' εκτύπησεν, ωνόμασέ με κ' είπε• «'ς την χοιρομάνδρ' άμε και συ, ζάψε με τους συντρόφους». 320 είπε, κ' εγώ ξεγύμνωσα τ' ακονητό σπαθί μουτην Κίρκη επάν', ως άνθρωπος 'που αίμα ορμά να χύση• φωνάζει εκείνη και σκυφτή σφίγγει τα γόνατά μου, και κλαίοντας με προσφωνεί με λόγια πτερωμένα• «ποιος είσαι; πόθε; η πόλι σου πού είναι και οι γονείς σου; 325 πώς έπιες και δεν σ' έπιασαν τα βότανά μου τούτα! και αυτά τα βότανα κανείς θνητός δεν υποφέρει, άμα τα πιη και του διαβούν των οδοντιών το φράγμα• πλην συτα στήθη μέσα κλείς αμάλακτην καρδία. συ 'σαι άσφαλτα ο πολύτροπος εκείνος Οδυσσέας, 330 'που πάντοτε ο χρυσσόρραβδος μου πρόλεγε Αργοφόνος ότι απ' την Τροία γέρνοντας έμελλ' εδώ ν' αράξη. αλλά το ξίφος θήκιασε, και εις την δική μας κλίνη έλ' ας πλαγιάσουμε μαζή, αν θέλης μεταξύ μας η κλίνη και τ' εγκάλιασμα κάθε υποψιά να σβύσουν». 335

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη οπού της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτη μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτη φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναζα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφός μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.

ΤΡΙΝΚ. Εδώ δεν είναι ούτε φυτό, ούτε δενδρούλι κανένα για να σκεπασθής από τον καιρό· και ολοένα βράζει και άλλη ανεμοζάλη· την ακούω, που τραγουδάει στον αέρα· εκείν' η μαυρίλα, κείνο το σύγνεφο το τρανό, μοιάζει έν' ασκί χαλασμένο έτοιμο να σκάση.

Τότες ακούσθη κ' η βροντή απ' την Αγία Λαύρα, Κ' εφάνηκαν μέσ' 'ςτά βουνά σύγνεφα 'λίγα μαύρα, Κι' απώνα βουνόάλλο Πετούν, πυκνώνουν, γίνονται ένα βαρύ, μεγάλο, Που απ' άκρηάκρη τη βαθειά τη φοβερή μαυρίλα Απλώνειτην Ελληνική τη χώρα. Ανατριχίλα! Επανεστάτησε ο Γκιαούρ!