United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γκορνεβάλης και οι εκατό ιππότες θρηνούσαν από τέσσερες ημέρες που έχασαν τον Τριστάνο. Και πολύ χάρηκαν με την παραγγελία του. Ένας-ένας, στην αίθουσα όπου άρχιζαν να μαζεύονται αναρίθμητοι οι βαρώνοι της Ιρλανδίας, μπήκαν και κάθησαν γραμμή στην ίδια σειρά. Και τα πολύτιμα πετράδια λαμποκοπούσαν απάνω στα πλούσια πορφυρά ενδύματά τους, τα μεταξωτά και βελουδένια.

Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.

Έτσι έκλαιγε, κι' όλες μαζί θρηνούσαν οι γυναίκες. 515 Σαν έτσι αφτοί βογγούσανε στο κάστρο.

Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.

Βώδια πολλά στα πόδια του, ταύροι πολλοί θρηνούσαν, πολλές 'γελάδες και πολλές πολλές δαμαλοπούλες. Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι. Ήρθαν βουκόλοι κ' ήρθανε γιδοβοσκοί τριγύρω κι αναρωτούσαν όλοι τους σαν τι κακό έχει πάθει.

Υπελόγιζα την μέχρι της όχθης απόστασιν, την οποίαν έπρεπε να διατρέξωμεν υπό τας σφαίρας του εχθρού, σκοπεύοντος εκ του υψώματος άνωθέν μας, και εφανταζόμην ότι βλέπω την νέαν εκείνην, την σύντροφον του Μίρτου, με την ποδιάν επί των οφθαλμών της, θρηνούσαν, απηλπισμένην. Ω! ελησμόνησα τότε την δίψαν μου! Ήθελα διά παντός τρόπου να σώσω τον Μίρτον.

Πέρασε τη νύχτα στην καλύβα και καθώς είχε αρχίσει να φυσάει δυνατός αέρας και τα καλάμια στο φρύδι της πλαγιάς θρηνούσαν σαν ψυχές κολασμένων, προκαλώντας φόβο στο μικρό φύλακα, άρχισε να του διηγείται ιστορίες από τη Βίβλο, μιμούμενος την προφορά του τυφλού. «Ναι, ήταν ένας βασιλιάς που έβαζε να λατρεύουν τα δέντρα, με τη δικαιολογία ότι είναι πνεύματα, καθώς και τα ζώα, ακόμη και τη φωτιά.

Είπε, και σ' όλων την καρδιά ξυπνάει του θρήνου πόθο, κι' όλοι θρηνούσανως που πια το χαραμέρι πήρεγύρω στο έρμο λείψανο. Ωστόσο ο Αγαμένος μουλάρια κι' άντρες πρόσταξε απ' τις πλαγιές ολούθες ξύλα να παν να φέρουνε· κι' ορίζει κεφαλή τους βλάμη τ' αφέντη Δομενιά, τον αρχηγό Μηριόνη.