United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέσσαρα έτη προ της ενάρξεως του πολέμου, ενώ η πόλις ήτο ακόμη εν μεγίστη ειρήνη και ευημερία, μελαγχολικός τις μανιώδης διέτρεξε τας οδούς με επανειλημμένας κραυγάς, «Φωνή εξ ανατολών, φωνή εκ δυσμών, φωνή εκ των τεσσάρων ανέμων, φωνή εναντίον Ιερουσαλήμ και του Αγίου Οίκου, φωνή κατά των νυμφίων και των νυμφών, εναντίον παντός του λαού». Ούτε διά μαστίγων ούτε διά βασάνων εδυνήθησαν ν' αποσπάσωσι παρ' αυτού άλλας λέξεις ειμή «Ουαί!

Πετροκότσυφας , πετροπέρδικα, πετροχελίδωνο, πέρδικα και χελιδόνι του βουνούΠλουμίζω = κεντώ, πλουμίδι , κεντίδι. — Περογλίες και περγουλιές τα απλωμένα επάνω εις κρεββάτια κλήματα. — Πλατόνι, το αλάφι. — Περδικομμάτα , κόρη με μάτια ωραία σαν της πέρδικας. — Προσκάμνια και στρουγγολίθια , τα λιθάρια που είνε 'μπροστάτην ποριά της στρούγγας και κάθηνται οι αρμεχτάδες. — Πόσι , μανδήλι. δεμένοτο κεφάλι. — Ποκάρι =δέμα μαλιού ενός προβάτου. — Προγγάω , βαρώ, σκιάζω, σκορπάω τα κοπάδια βγαίνοντας 'μπροστά και ανοίγοντας τα χέρια. — Πιξάρι , δένδρον. — Παληόκαστρο , τα ερείπια ης αρχαίας Νικοπόλεως κοντά εις την Πρέβεζαν, επίσης τα ερείπια παντός κάστρου. — Προβιά , το δέρμα των προβάτων, τραγιά των γυδιών, αλογιά των αλόγων. — Πολλιώρα προ ολίγης ώρας. — Προσθήλυάζω και προστηλυάζω θέτω εις το βυζί των προβάτων όπως βυζάξωσι. — Πάγρα , παγωνιά.

Και πριν ή κακουργήση προς ικανοποίησιν της θηριώδους του πενθερού του καρδίας, προετίμησε να φονεύση την ιδίαν αυτού καρδίαν διά παντός, καταστρέφων όλην αυτής την ευδαιμονίαν.

Του φαινομένου τούτου δεν επιχειρούμεν επί του παρόντος την εξήγησιν· αλλ' αν εξαιρέσωμεν τους φρονούντας ότι η φιλοτιμία επιβάλλει αυτοίς να λέγωνται κατ' ουδέν κατώτεροι των αποθνησκόντων ομοτέχνων, η πραγματικότης αυτού εκδηλούται εις τα όμματα πάντων και βαρύτερον καθιστά παντός χωρισμού το πένθος.

Διό την αγαθήν εξελέξω μερίδα κοινολογών μοι, εμπιστευμένοις πατριώταις, τα εχεμυθίας δεόμενα. Οι Γαλαξειδιώται οις συνεχώς επιστέλλεις μοι, πεφροντισμένως ενεργούσι, και αφ' ων έγνων αδύνατον αντί παντός τιμίου ούδ' ελάχιστον λόγον έρκος οδόντων φυγείν· ου μόνον τα σα, αλλά και τα των εν Μωρέα αδελφών γράμματα κομίζουσί μοι.

Και εν πρώτοις λοιπόν ας σου αναφέρω την συναυλίαν Frigeri, την οποίαν απηλαύσαμεν προ δεκαπέντε ημερών εν Φαλήρω. Δεν ενθυμούμαι τώρα, τις μοχθηρός τεχνοκρίτης έγραψέ ποτε, ότι η μουσική κατήντησε σήμερον θόρυβός τις ικανώς δυσάρεστος, διαφέρων παντός οιουδήποτε άλλου θορύβου κατά τούτο και μόνον ότι πληρόνεται ακριβώτερα.

Η τολμηρά και κενόδοξος απαίτησις του πτωχού νέου δι' ό,τι θα ηδύνατο ν' απολαύση εκ της ζωής, η από της πατρώας οικίας αναχώρησις, η εις μακράν χώραν αποδημία, ο βραχύς σπασμός της απολαύσεως εκεί, ο ισχυρός λιμός εν τη χώρα εκείνη, η πρόωρος εξάντλησις παντός ό,τι θα ηδύνατο να καταστήση την ζωήν ευγενή και αγαστήν, η επακολουθήσασα άβυσσος του εξευτελισμού και της πτωχείας, η περιφρονητική ολιγωρία την οποίαν ηναγκάζετο να υποφέρη παρά των πολιτών της χώρας την οποίαν είχε προκρίνει της ιδίας πατρίδος του, το πώς ήλθεν εις εαυτόν και ανελογίσθη παν ό,τι είχεν αφήσει οπίσω του, η επάνοδος η εν συντριβή καρδίας και εν ταπεινώσει και μετανοία, το πώς ο πατήρ του τον είδε μακρόθεν και πώς κατενύγη και ευσπλαγχνίσθη επί τον πτωχόν τούτον άσωτον, η θορυβώδης χαρά της όλης οικίας επ' αυτώ όστις ήτο αγαπητός και απολωλώς και είχεν επανέλθη νυν εις την εστίαν, η άδικος ζηλοτυπία και το ευτελές παράπονον του πρεσβυτέρου υιού, και τέλος η κατακλείς εκείνη της παραβολής, ως εν υψηλή μελωδία: «Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και τα εμά πάντα σα εστι.

Και επί τέλους εθαύμαζα τους μεγάλους της οφθαλμούς. Αλλά πού να εύρω το πρότυπον των οφθαλμών εκείνων, των μεγαλειτέρων παντός ανθρωπίνου οφθαλμού; ίσως εν αυτοίς εκρύπτετο το μυστήριον, περί του οποίου ομιλεί ο λόρδος Βερούλαμ.

Η Κυρά Ρήνη ήτο η κραταιά βασίλισσα του παντός, έχουσα εις χείρας της τας τύχας του κόσμου. Από καιρού όμως εφαίνετο μη θέλουσα να χρησιμοποιήση την δύναμίν της. Όλη της η προσοχή, όλη της η φροντίς περιεστρέφετο εις τον έρωτά της, εις την επιμονήν του Γιάννου, ήτις την εβασάνιζε και την παρέλυε.

Συνέβη πολλάκις να μείνωσι μόνοι, η Αρσινόη και ο Φωκίων και τότε όμως περί παντός άλλου εγίνετο λόγος, ουδέποτε δε περί πράγματος δυναμένου να δώση έστω και πόρρωθεν νύξιν περί του παλαιού αισθήματος, του νεκρωθέντος προ πολλού ήδη . . . Διότι, σπάνιαί τινες χειρός θλίψεις θερμότεραι, παρατεταμέναι, ή εξακοντίσεις βλεμμάτων τολμηρότεραι, δεν ηδύναντο ν' ανησυχήσωσι την νέαν γυναίκα.