United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αφτός δεν έχει διο μιαλά, μήτε ποτές του θάχει· για κείνο που μου φαίνεται θαν το χαρεί μια μέρα. Μον έμπα τώρα, αντράδερφε, και πάρε να καθήσεις κοντά μου εδώ, τι σ' έπνιξαν εσένα πρώτα οι κόποι 355 απ' τ' Αλεξάντρου τ' άδικα κι' εμένανε της σκύλας, που μάβρη μοίρα ο ουρανός μάς έχει φυλαγμένα, έτσι που πάντα κι' οι στερνοί να μας θυμάντε αθρώποι

Αχ πατέρα μου, του είπε τι είναι αυτό που θέλεις να κάμης, εις τι απελπισίαν εδόθης; στοχάζεσαι με αυτό να φύγης το γραπτόν σου; δεν ηξεύρεις που με την υπομονήν όλα αποκτώνται, και εκείνο που εις τον Ουρανόν είνε γραμμένον, θέλει να πληρωθή; ποίος ηξεύρει ύστερα από τούτα τα βάσανα, τι καλό μας απαντυχαίνει; και μήπως και το κάνει αυτό ο ουρανός διά να δοκιμάση την υπομονήν μας.

Πήγαινε και ξαπλώσου σε κανένα μιντέρι. Και σεις όλοι γύρω, σας έπιασε και σας το κακό. Κοράκοι γενήτε, κι ανοίξτε τα φτερούγια σας. Όξω! Δεν έχετε τώρα να πήτε, σας γλύτωσα. Έπιασαν τα μάγια. Βασανιστήκατε λιγάκι, μα τι λευτεριά που την έχετε τώρα! Ο ουρανός θα γεμίση κοράκους κι όρνια. Όξω! τρέχετε στα ψοφίμια! Τόσα χρόνια να διψούν αίμα, και να μην τόχουνε θάλασσα τα καημένα να κολυμπούν!

ΒΑΓΚΟΣ Και τώρα βασιλεύει μεσάνυκτα. ΦΛΗΝΣ Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι. ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος. Να το σπαθί μου· πάρε το. — Ο ουρανός απόψε δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. — Πάρε και τούτο. — Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους που κυριεύουν την ψυχήντου ύπνου την γαλήνην!

Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμωΕίτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: &Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια......&

Δεν είχεν ή να του παραχωρήση τα πρωτεία, κ' εκείνος άλλως του τα επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση. Περί το λυκαυγές, έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς έσμιγε με την θάλασσαν κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβυναν τρέμοντα εις τον αιθέρα.

Αν δε τύχη να είνε η ημέρα φθινοπωρινή, ο ουρανός μολυβδόχρους, να σείη υγρός άνεμος τα καλάμια, να παίζουν πάπιαι εις λίμνας σχηματισθείσας υπό προσφάτου βροχής και να παρελαύνουν επί της βορβορώδους λεωφόρου κοπάδια γάλλων και αμάξια μούστου και σανού, δεν χρειάζεται τότε μεγάλη δύναμις φαντασίας διά να υποθέση τις ότι κατώρθωσε δι' ενός πηδήματος να μετοικήση από την οδόν Αγίου Κωνσταντίνου εις χωράφιον της Βλαχίας.

Βεβαίως πώς είναι δυνατόν; Λοιπόν τα ανθρώπινα πράγματα δεν μετέχουν άραγε της εμψύχου φύσεως και συγχρόνως ο άνθρωπος δεν είναι το θεοσεβέστερον από όλα τα ζώα; Αυτό φαίνεται τουλάχιστον. Και όμως λέγομεν ότι είναι κτήματα των θεών όλα όσα είναι θνητά ζώα καθώς και όλος ο ουρανός. Πώς όχι; Τότε λοιπόν μας είναι αδιάφορον αν φρονή οποιοσδήποτε ότι αυτά είναι μικρά ή μεγάλα, διά τους θεούς.

Δεν είναι ζωή αυτή, του κάκου, μουρμουρίζει, και πετιέται πάλε απάνω να κοιτάξη την ώρα. Λαλούσαν τώρα οι πετεινοί απ' άκρη σ' άκρη του χωριού, και γλυκόφεγγε η ανατολή. Ώρες πρέπει να κοιτότανε βυθισμένος, δίχως να ξέρη κι αυτός. Τέλειωσε δεν τέλειωσε άλλο ένα τσιγάρο, και χαμογελούσε πια ροδοβαμμένος ο ουρανός, αναγάλλιαζαν πορφυρόχρυσα τα βουνά.

ΜΙΡ. Αφού με την τέχνη σου, πατέρα μου υπεράκριβε, έφερες τάγρια νερά σε τόση ταραχή, εσύ ταπείνωσέ τα· ο ουρανός δείχνει πώς θα χύση ανυπόφορη πίσσα, μόν' η θάλασσ' ανεβαίνει ως την όψη του στερεώματος και πνίγει τη φλόγα. Ω! τους είδα, και επόνεσα με τους πονεμένους! ένα ωραίο καράβι, που είχε βέβαια μέσα του κάποια αξιόλογα πλάσματα, κατασυντριμμένο!