United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ένα σωρό έφαγε ο γοργός γιος του Οϊλέα ο Αίας, 520 τι αφτός δεν είχε τέρι του σαν έπαιρνε κυνήγι στρατούς στον κάμπο, πούσπασαν όταν τα σκιάζει ο Δίας.

Αφτός με λόγια γνωστικά τους μίλησε έτσι κι' είπε «Ω τι κακό που πλάκωσε μεγάλο την πατρίδα! Πώς θα πετάξει απ' τη χαρά ο Πρίαμος κι' οι γιοί του, 255 και πόσο κάθε Τρωϊκή ψυχή θ' αναγαλλιάσει, να θε τα μάθουν όλα αφτά, πως τρώγεστε έτσι οι διο σας, εσείς που πρώτοι στο σπαθί και στη βουλή είστε πρώτοι! Μα να μ' ακούστε· και τους διο σάς ξεπερνάω στα χρόνια.

Κι' εκεί που τον κυνήγαε αφτός στο σταροβγάλτη κάμπο, λίγο ενώ ομπρός του ξέτρεχεκαι τον γελούσε ο Φοίβος με τέχνη, που έτσι να θαρρεί πως θα τον πιάσει πάντα605 τότες φεβγάλα οι Τρώιδες φτάνουν σωρός στο κάστρο χαίροντας πια, και γιόμισε το κάστρο τρυπωμένους.

Καθισμένος κι αφτός στο μεσιανό παγκάρι ο καλός μας ο ψαράς, ολόχαρος πάντα και γελαστός, χωμένος μες την καταβρεγμένη τη βρακούλα του, έλαμνε ολοένα με τάξη και ρυθμό τα ελαφρά κουπάκια. Εγλυκόφεβγαν γαληνεμένα, πήχτρα τα νερά. Εκαθρέφτιζαν της αβγής τα τρυφερά τα χρώματα και τουρανού τα γαλανά τα φωτά· ερόδιζαν μες ταργυρόχλωμα τα πλάτια τους.

Μα ο παινεμένος σύντροφος του Δομενιά, ο Μηριόνης, πιο πίσω, ως πες μια κονταριά, πιλάλαε απ' το Μενέλα, τι πιο αργοκίνητα αλόγα αφτός τραβούσε απ' όλους, 530 όντας κι' ατός του ακάτεχος σ' αμαξοσύνης τέχνες. Κι' ο γιος τ' Αδμήτου ερχότανε στερνός ξεμεινεμένος, και θώραες πέρα τ' άλογα που τούσερναν τ' αμάξι.

Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 170 «Λαχνό όλοι τώρα ως στο στερνό τραβήξτε κι' όπιου πέσει· γιατί από δάφτον μοναχά θα δουν καλό οι δικοί μας, μήτε κι' αφτός τον κόπο του θα χάσει, μόνε ας έρθει πρώτα γερός με το καλό απ' τον αγώνα πίσωΕίπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα 175 στο κράνος του πρωταρχηγού τούς ρήχνουν Αγαμέμνου.

Ολοένα κι ο ουρανός απάνω, χωμένος μες τη χειμωνιάτικην τη γούνα του, λες κ' εχαιρότανε κι αφτός με τον τρελό τους πόλεμο, έστελν' έστελνε ολοένα, άπλωνε, σώριαζε άφτονα πυκνά πολεμοφόδια, στους αντρειωμένους του πολεμιστάδες κάτω.

Δε ρωτούσανε καλήτερα τον ποιητή το Ρωμιό; Αφτός, ησυχία του είναι να μην προσέχη σε τίποτις, ο λυρισμός του, η ποίησή του, το ύψος του είναι να βάζη μια λέξη αρχαία κοντά σε μια δημοτική, έναν τύπο δημοτικό πλάγι πλάγι μ' έναν αττικό τύπο, κάποτε το ίδιο να μας το λέη όπως το λέει ο δάσκαλος, κάποτε πάλε όπως το λέει ο λαός. Χαρά του νανακατέβη καθαρέβουσα και δημοτική.

Κι' όταν πια τέλος χόρτασαν καλά με φαγοπότι, ο γέρος του Πηλιά το γιο καμάρωνε, πώς είταν λαμπρός μεγάλος! λες θεό πως έμιαζε ίσα πέρα. 630 Και πάλε αφτός τον Πρίαμο καμάρωνε, θωρώντας την όψη την αρχοντικιά, τα λόγια του αγρικώντας.

Τι τ' άτια καθώς έτρεχαν στον κάμπο αλαφιασμένα, τούμπλεξαν σε μυρχιάς κλαδί, και το καμπύλο αμάξι του τόσπασαν μπροστά μπροστά στ' ατιμονιού την άκρη· 40 και παίρνουν τ' άτια του καστριού το δρόμο με τους άλλους που δειλιασμένοι φέβγανε, κι' αφτός όξω απ' τ' αμάξι κοντά στη ρόδα πίστομα κατρακυλάει και πέφτει στα βούρκα μέσα ξαπλωτός.