United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πόσοι, » Και πόσοι άλλοι 'πέθαναν «'Σ του βίου μου τη στράτα;!» « Όπου αυτά τα πόδια μου » Πατούσανε, ο τόπος, » Ο τόπος 'πό το φόβο του » Εσειόνταν. Τα λιθάρια » Που πάταγαν, αφέντιδες, » Αυτά μου τα ποδάρια » Ραγίζονταν, σκορπιόντανε, » Και τάπιανεν ο κόπος

Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά.

Άδραξε τον καιρό που πρέπει χέρι χέρι, κ’ εγώ για τ’ άλλα ημεροσκόπου πιστό μάτι θε να ’χω και μαθαίνοντας σωστά ’πό μένα το κάθε τι από κει άβλαβος τέλεια θα ’σαι.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Σαν τέτοιον άντρα επιθυμώ, σαν τέτοιον άντρα θέλω, » Να δώσω την αγάπη μου, να δώσω την καρδιά μου, » Και τη χρυσή αρραβώνα μου, την πολυγυρεμένη, » Που χίλοι την εγύρεψαν και χίλιοι την γυρεύουν » Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλή τους λύπη, » Κι’ ακόμα δεν την έδωκα κι’ ακόμα δεν τη δίνω, » Γιατ’ όσοι μου την ζήτησαν και την ζητούν, κανένας » Δεν είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Όπως το θέλει η Μοίρα μου, το μαύρο ριζικό μου

Εκεί λοιπόν πο- ρευθείς ο Σόλων διηγείτο ότι έλαβε μεγάλας τιμάς παρ' αυτών, 22.| και ότι, ενώ ηρώτα περί των παλαιών γεγονότων τους εις ταύτα εμπειροτάτους των ιερέων, ανεκάλυψεν, ότι ούτε αυτός ούτε άλλος ουδείς Έλλην εγνώριζεν, ούτως ειπείν, ουδέν περί αυτών.

Μη σ' εύρω, γέροντα, εγώτα βαθουλά καράβια, Ή να αργήσης τώρ' αυτού, ή ύστερ' πάλε να 'ρθης· Και του Θεού δεν σ' ωφελήσ' το στέμμα και το σκήπτρον Αυτήν εγώ δεν απολνώ, πριν την ερθή το γήρας, 'Σ το Άργος, εις το σπήτι μου, μακριά 'πό την πατρίδα, Έχοντας έργον το πανί, και το δικό μου στρώμα. Μόν' φύγε· μη με σύγχιζε, γερός για να πηγαίνης.

Δυνατώτ' ήταν· και θηριά βουνίσια πολεμούσαν Δυνατώτατ'· και τρομερά τ' αφάνισαν διόλου· Μ' αυτούς περνούσα το λοιπόν, σαν ήρθ' από την Πύλον, Μακριά 'πό τόπον μακρινόν και μ' έκραξαν εκείνοι. Και πολεμούσα δα κ' εγώ κατά την δύναμίν μου· Όμως μ' αυτούς αδύνατον ήταν να πολεμήση Κανένας απ' τους τωρινούς της γης αυτής ανθρώπους. Και μ' άκουαν ταις συμβουλαίς, και πείθουνταντον λόγον.

« Την 'πήρατο χαρέμι μου. » Και πρώτη τήνε 'φκιάνω » Την είχα 'σάν κορίτσι μου, » Την είχα 'σάν παιδί μου. » Μ' εφίλει· μου 'μαλάκωνε » Την άγρια ψυχή μου » Μου 'φαίνονταν 'σάν άγγελος «'Πό τον θεό, 'πό πάνω

Τώπα δα και προτήτερα: Θρησκεία μούλων. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη βλαστημάς! ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Μακρυά από τ' αξιώματα, παντού διωγμένοι πτώματα! Μωρέ, τι περιμένεις να ιδής καλό 'πό τούτη τη θρησκεία; Αν και δεν βαριέσαι. . . τι χαλώ το σκότι μου. . . Ναι. . . όπως είπες και αρχήτερα, πως είμαι άνθρωπος με θέλησι γερή, εγώ και τώρα και προτήτερα σένα για ξεροκέφαλο σ' εγνώρισα.

Και πέταξα «'Σάν αστραπήτην Πλάκα. » Πιάνω καρτέρι των Τουρκών » Κ' ήθελα τους χαλάσει, «'Στο χέρι αν δεν πληγώνομαν, » Και μ' έφυγαντα δάση. » Φεύγω 'πό 'κεί και έφθασα «'Στο Σούλι μου, 'ς τη Λάκκα