United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου• αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30 και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν, ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν, και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται. το θάρρος έχουντα γοργά καράβια τους και σχίζουν τα πέλαγα, ως εχάρισεαυτούς ο κοσμοσείστης. 35 και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».

Τότ' άμαξα έπιασαν και διο μες σ' ένα αμάξι αρχόντους, του Περκωσιώτη Μέροπα παιδιά, που προφητείες απ' όλους κάλια κάτεχε, μηδ' άφινε τους γιους του 330 στο θνητοφάγο πόλεμο να πάν' μα πού! ν' ακούσουν οι έρμοι που τους έσπρωχνε το μάβρο ριζικό τους. Αφτούς τότε ο κοσμάκουστος ακοντιστής Διομήδης ζωή κι' αντριά τους έκλεψε και πήρε τ' άρματά τους. 334

Φιλτισωμένες οι πόρτες, χρυσωμένα τα στεγάσματα, χάμου μυριόχρωμα ψηφιδωτά και χαλιά μαλακά και βαριότιμα. Οι τοίχοι ολοτρόγυρα μάρμαρο από τα σπανιώτερα, κι αν έλειπε το μάρμαρο, χρυσωμένοι κι αυτοί. Κρεββάτια φιλτισωμένα ή αργυρόφκιαστα, κι αν είταν από σπάνιο ξύλο, δεν έλειπε μηδ' από κει το χρυσάφι.

Μα ενόσω αφτή στον Έλυμπο την πάγαιναν τα πόδια, αφτή την ώρα οι Δαναοί μ' αχό δαιμονισμένο κυνηγητοί απ' τον Έχτορα τον αντροφάγο φτάνουν τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο κι' ως στο καραβοστάσι. 150 Μηδ' ήθε σύρουν το νεκρό ως όξω οχ την αντάρα, τι πάλι τους ξανάφτασαν πεζοί κι' αμαξωμένοι κι' ο Έχτορας που θάχε λες αντριά άπιαστη σα φλόγα.

Κατόπι σφάζει τους αξαδέρφους του, και μαζί τους φυσικά το Δαλμάτιο και τον Αννιβαλιανό, κ' έτσι παίρνει μέσα στο Κράτος του τις Ελληνικές και της Αρμενικές χώρες. Έμνησκαν τα δυο του αδέρφια στη Δύση, Κωσταντίνος και Κώστας. Όχι πολύ καλλίτεροι μηδ' αυτοί, αφού ο ένας τους, ο Κωσταντίνος, δεν άργησε να κατεβή από τη Γαλατία με σκοπό να θανατώση τον Κώστα και ν' αρπάξη την Ιταλία.

«Εσ' είσαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους »που και στον Άδη κατοικείς κ' έρχεσαι και στον κόσμο. »Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων, «μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ »ο πρώτος απ' τα είκοσι παιδιά πούχε η Εκάβη, »μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος »που νικητής εγύρισε πέρ' από την Τρωάδα, »μηδ' οι παλαιικώτεροι Λαπίθαι, μηδ' εκείνοι »του Δευκαλίωνος οι γυιοί, μηδέ κ' οι Πελοπίδαι »και μηδ' ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος, »μηδέ κανένας απ' αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη. »Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κ' έλα του χρόνου πάλι »και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος. »Πάντα καλοδεχούμενος θε νάνε ο ερχομός σου

Μα, Δία, αφτό μου τον καημό καν ξάκουσέ μου τώρα· δώσε καν να σωθούμε εμείς κι' απ' τα δεινά να βγούμε, μηδ' άφινε έτσι Δαναούς να σφάζουνται από ΤρώεςΈτσι είπε δάκρια χύνοντας, και συγκινάει το Δία, 245 και τούστρεξε να μη χαθεί Μον να σωθεί τ' ασκέρι.

Και ο δυνατός Πολύφημος απ' τ' άντρον είπ' «ο Ουδένας, αγαπητοί, φονεύει με, με δόλο, ουδέ με βία». Κ' εκείνοι ευθύς του απάντησαν με λόγια πτερωμένα• αλλ' αν μηδ' ένας σ' ενοχλεί κ' είσαι αυτού μέσα μόνος, 410 πληγή του παντοδυνάμου Διός γιατρειά δεν έχει• αλλ' εύχου εις τον πατέρα σου τον μέγαν Ποσειδώνα».

Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με το χέρι τον χάιδευσε, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 «Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, 'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, ουδέτην γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• συ πρώτος είσαι των θνητώντην σκέψι καιτους λόγους, και πάλι εγώ μες τους θεούςτον νου καιτην σοφία φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρηςτην πατρίδα, 305 και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310

Κι' ο Πάτροκλος αντίκρυ πήδηξε χάμου οχ τ' άλογα, και κράταε το κοντάρι με το ζερβύ, κι' αδράζοντας με το δεξύ μια πέτρα, χοντρή κοτρώνα που όλη του του γιόμισε τη χούφτα, 735 ρήχνει μ' ορμή, τι δα καιρό δεν άφισε ν' αγιάσουν· μήδ' είταν άστοχη η ρηξά, τι τον Κεβριόνη, νόθο γιο του Πριάμου, κι' αμαξά του φημισμένου Εχτόρου, τον ήβρε εκεί στα κούτελο ενώ τα γκέμια βάσταε.