United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειρηναίος μυρία συσσωρεύσας σκώμματα κατά των Γνωστικών και αυτός τέλος πάντων ο πικρός και αγέλαστος Τερτουλλιανός λέγων «Α ν α π α ν τ ώ ν τ α ι ε ν τ ο ι ς β ι β λ ί ο ι ς μ ο υ χ ω ρ ί α κ ι ν ο ύ ν τ α τ ο ν γ έ λ ω τ α, τ ο ύ τ ο π ρ ο έ ρ χ ε τ α ι, ε ξ α υ τ ή ς τ η ς φ ύ σ ε ω ς τ ω ν π ρ α γ μ ά τ ω ν, ά τ ι ν α ή σ α ν φ ύ σ ε ι γ ε λ ο ί α· κ α ι τ α τ ο ι α ύ τ α μ ό ν ο ν δ ι ά τ ο υ γ έ λ ω τ ο ς π ρ έ π ε ι ν α π ο λ ε μ ώ ν τ α ι, ί ν α μ η δ ί δ ε τ α ι ε ι ς α υ τ ά π ε ρ ι σ σ ο τ έ ρ α ό σ η ς α ξ ί ζ ο υ σ ι σ η μ α σ ί α δ ι ά σ π ο υ δ α ί α ς α ν α ι ρ έ σ ε ω ς . Εκ τούτων βλέπετε, σεβασμιώτατοι Ιεράρχαι μου, ότι η διά του σκώμματος τιμωρία της ανοησίας ουδόλως αντίκειται εις το πνεύμα του Ευαγγελίου, αφού μετεχειρίσθησαν αυτήν οι αγιώτατοι των Πατέρων.

Μονομιάς χίλια μύρια άλλα λεπίδια αστραφτερά εγλύστρησαν εκεί, πίσω από των άλλων καταδίκων τις πλάτες κρυμμένα, κ' εθάμπωσαν τον ήλιο ψηλά. — Ωσπότε πλια! Ωσπότε! Λυσσασμένοι, σύσσωμοι ρίχτηκαν ξοπίσω στο λοχία όλοι. Οι αλαφροποινήτες με φόβο, με κραβγές, με ταραχή πολλή έτρεχαν πέρα δώθε να κρυφτούν μες τα δωμάτια.

Αλλ' αν τις απεθάνη Διά την πατρίδα, η μύρτος Είνε φύλλον ατίμητον, Και καλά τα κλαδιά Της κυπαρίσσου. Αφ' ου εις του πρώτου ανθρώπου Τους οφθαλμούς, η πρόνοος Φύσις τον φόβον έχυσε, Και τας χρυσάς ελπίδας, Και την ημέραν. Επί το μέγα πρόσωπον Της γης πολυβοτάνου, Ευθύς το ουράνιον βλέμμα Βαθυσκαφή εφανέρωσε Μνήματα μύρια.

Είμαστε μεις που είχαμε τόσο αγαπηθή ως εχτές; Ή μην ήταν τούτο παραμύθι παληό, ζεσταμένο σε χίλιες αγροτικές φωτιές, νυσταγμένο από μύρια μάτια κοριτσιών, που μας το διηγήθηκε κάποιος κι' άξαφνααποκοιμήθη ; Ποιος θα πιστέψη που χτες χωρίσαμε για πάντα. Εχτές χωρίσαμε για πάντα — ά! τι ωραίο σήμερα! Σαλεύω στον αέρα σαν το φύλλο της λεύκας.

Πάντων των μεγάλων, ανδρών την κοιτίδα περικυκλούσι σκότη πυκνά, εις τα οποία μόνοι οι ποιηταί, και μυθογράφοι τολμώσι να ριψοκινδυνεύσωσιν, ανάπτοντες της φαντασίας των το μαγικόν φανάριον, εις του οποίου το φως μυρία βλέπουσιν ωχρά ή μειδιώντα φαντάσματα.

Το νησί είναι γιομάτο βρόντους, αχούς και γλυκούς ήχους, που τέρπουν και δεν πειράζουν· πότε μύρια γύρου λεπτά λαλούμενα σιγοκελαϊδούν στ' αυτιά μου· πότε φωνές, και ας εξύπνησ' από πολύν ύπνο, με κάνουν και ξαναποκοιμιώμαικαι τότε στης υπνοφαντασίας μου τα νέφη, φαίνεταί μου, σχίζονται, και φανερώνουν πλούτη έτοιμα να πέσουν απάνω μου, τόσο που όταν ξυπνάω φωνάζω να μεταϊδώ τα ονείρατα.

Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεώτερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδής ταγαθώτατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει νάρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα.

Απόψε ο χρόνος ξεψυχάει κι 'αυτό το νεροπόντι Θάνε ο στερνός παραδαρμός του ψυχομαχητού του. Πρωτοχρονιά τ' αποταχιά, κυρ Γάκη, χάρισέ μας. — Σας τάζω από δυο κάλλεσες αντάμα με τ' αρνιά τους. — Να σου χιλιάσουν, τσέλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Σαράντα έξη χρόνους πολέμησε ο ήρωας εκείνος για την Ορθοδοξία, πάει να πη για το «Γένος». Α δεν έβγαινε στη μέση ο μεγάλος αυτός αντιπρόσωπος της φρόνιμης Ρωμιοσύνης, θα μας βύθιζε σε μύρια δεινά και βάσανα η ανοησία κ' η ασυνειδησία της σοφιστικής Ρωμιοσύνης.

Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστιαχρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα!