United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι, δεν είναι γυναίκες αυτές. Πες τις Σειρήνες, Γοργόνες, ό,τι θες. Πες τις αγγέλους που τους έχει μαζί του παρμένους ο Βελζεβούλης κατεβαίνοντας από το ουράνιο παλάτι του κάτω στο σκοτεινό Βασίλειο της Αμαρτίας. Κι άλλο έχω κρυφά να σου πω, μα να βγούμε πρώτα. Δος μου το χέρι σου. Πρόσεχε τον Αράπη. Να μας πάλι στο δρόμο. Το κρυφό να σου πω τώρα: Δε φταίν' οι Χανούμισσες.

Τρέξτε και σεις, γειτόνισσες μου, κι ανάψτε λαμπάδες, τάξτε στους Αγιούς τις έρμες αυτές αρχοντιές μου, να γίνη το θάμα και νάρθη η Αρετούλα, γιατί πεθαίνω. Πεθαίνω και σωτηριά πια δεν έχω. Όλα της γης τα φαρμάκια τακρύβ' η αρρώστια μου. Συνέσ. Ας βγούμε, χριστιανές μου, κι ας την αφήσουμε μονάχη της, ίσως και τη σπλαχνιστή ο Θεός και τη φέρη στο νου της. Πάμε να γονατίσουμε και να προσευκηθούμε.

Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζεις· απογάλι, 720 Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύ'ρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, 725 Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω. Την ορμνήνια μου αφηκράσου, Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου, Προς τον τοίχο με τ' αστίθια· Εύγε σου μα την αλήθια. 730

Εκείνο το τρέμουλο φαίνεται ότι τον ενόχλησε τόσο που σηκώθηκε, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο λέγοντας: «Ας βγούμε, πάμε να πάρουμε λίγη δροσιάΠήγαν να δροσιστούν∙ τα βήματά τους αντηχούσαν μέσα στη σιωπή όπως εκείνα της νυχτερινής περιπόλου.

Γιατί έξω από τον εαυτό μας δεν μπορούμε ποτέ να βγούμε, ούτε μπορεί να υπάρχη τίποτε στο πλάσμα που δεν ήταν υποστατό μέσα στον πλάστη. Ακόμα θα έλεγα πως όσο πιο αντικειμενικό φαίνεται να είν' ένα πλάσμα τόσο πιο υποκειμενικό πράγματι είναι.

Μα ας δούμε ελάτε μόνοι μας πιος τρόπος τώρα μένει που το νεκρό να σώσουμε και πού κι' εμείς να βγούμε απ' των οχτρών το ζώσιμο μ' ακέριο το πετσί μαςΤότες ο γιγαντένιος γιος τού λέει του Τελαμώνα 715 «Σωστά ναι λες, αδρέφι μου, κι' ελάτε γιάσου! μπάτε γλήγορα κάτου απ' το νεκρό, εσύ με το Μηριόνη, κι' έτσι από δω όξω πάρτε τον.

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας σταθούμε πάνω σ' αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μαζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφινε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορής μην απορέσης, πώς γίνεται νάχη τέτοια Κόλαση τόση μορφιά!

Μα σήκω μ' όλο το στρατό στον πόλεμο να βγούμε, κι' έτοιμος είμαι εγώ, όταν θες, να δώκω κάθε δώρο 140 που στην καλύβα σου ήρθε εχτές και σούταξε ο Δυσσέας. Ειδέ καρτέρα αν προτιμάς, κιας βιάζεσαι για μάχη, κι' οι παραγιοί απ' το πλοίο μου παν τώρα και τα φέρνουν, και δες τα, κι' έπειτα μου λες, σαν που ποθείς αν είναι

Τον είλκυσεν από τον βραχίονα και του είπε: — Έλα να βγούμε όξω να σου πω ... . Ο Μανώλης τον ηκολούθησεν ευπειθώς, τόση δε ήτο η ταραχή του, ώστε ουδ' εστράφη προς την Πηγήν, ήτις τους παρετήρει απορούσα και αυτή, αλλά και ανησυχούσα περισσότερον.

Είπε και αυτών τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία· και πάλιν είπ' ο Ευρύμαχος· «Ω φίλοι, αυτός ο άνδρας τα χέρια τ' απλησίαστα δεν θα κρατήση πλέον, 70 αλλ', ως το τόξον απ' αρχής και την φαρέτρα πήρε, θε να τοξεύη απ' το ξυστό κατώφλι ως να φονεύση όλους εμάς· αλλά φαιδροί την μάχη ν' ασπασθούμε. σύρετε τα μαχαίρια σας, 'ς τα γοργοφόνα βέλη προβάλτε τράπεζαις και ομούαυτόν ας πέσουμ' όλοι, 75 και το κατώφλ' ίσως βιασθή ν' αφήση και την θύρα, έξω να βγούμε, αλαλαγμός να σηκωθήτην πόλι, τούτος να μάθ' ότ' έρριξε το υστερινό του βέλος».