United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άσ' τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχη, ας oρίζη το αέρι τιμόνι, πανί, τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει, είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί· η ζωή μια δροσιά είναι, ένα κύμα· ας το φέρη όπου θέλει το αέρι, όπου ξέρει το αέρι.

Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!

Κ’ οι γυναίκες σκλαβωμένες, ωιμένα, νιές και γριές σαν τ’ άλογα να τις τραβούνε απ’ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα. Κ’ είν’ η πόλις όπου αδειάζεται όλη αντάρα και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλούνε. Βαρειές τύχες που προβλέπω με τρομάρα! Κ’ είναι κλάμα, να τις βλέπης κορασίδες νιόκοπες, πριν απ’ την τίμια τη χαρά τους ν’ αποστείφουνται, ωιμέ, σαν αγουρίδες την ξυνή ωμοτρύγητες δροσιά τους.

Εκύτταζα τριγύρω, αχ! και ο καιρός, που η καρδιά μου ήτο μόνη, ξαναέζησε τώρα μπροστά μου. — Αγαπητή βρύση, είπα, από τότε δεν αναπαύθηκα πλέον εις τη δροσιά σου, γλήγορα επερνούσα και κάποτε μήτε σε εκύτταζα. — Παρετήρησα κάτω, και είδα ότι η Αμαλίτσα πολύ προσεκτικά έπαιρνε με ένα ποτήρι νερό. — Εκύτταξα την Καρολίναν, αισθάνθηκα τι ήταν αυτή για μένα.

Είναι κάτι πύργοι εδώ κ' εκεί, και έχουν φυτρώσει δέντρα πολλά και πυκνά γύρω τους· ανάμεσα σε κάτι τάφους τουρκικούς, πνιγμένους μες στον ίσκιο και στη δροσιά, και μπλεγμένους μέσα στα χαμόκλαδα, είναι κρυμμένο ένα ήσυχο τζαμί· τόπος ταιριασμένος για την ατάραχη, την απαλή, τη σιωπηλή την τουρκική τη σκέψη. Σ' έναν πύργο είναι μια καταχωσμένη πόρτα, που μόλις χωρούσα να περάσω.

Τη λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγάσιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της βαθούλωσαν απ' τα δάκρυα της κακορροίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές, τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σα λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κ' η δροσιά της σβύστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα.

Πέρασαν τόσα χρόνια, μα ποιος λέει με μας ακόμα πως δεν ήσουν χτες; Τόσο θερμός ο πόνος σου μας πνέει απ τις θαμπές που ζης ακρογιαλιές, τόσο η δροσιά που στάλαξες βαθιά μας τη θύμησή σου τρέφει στην καρδιά μας

Σαν νοιώση τη δροσιά του μες στη ρίζα του, αναγαλλιάζει η φυλλωσιά του και τα κλαδιά του γλυκοσαλεύουνε και γλυκοτραγουδούνε. Μερακλίδικο δέντρο, μα την πίστι μου! Μόνο φωνή που δεν έχει να σου μιλήση σαν άνθρωπος. Ο Μαθιός ο γυρολόγος σήκωσε, το γεμάτο ποτήρι, που ήτανε στη θέσι του μακαρίτη, και το άδειασε στη ρίζα του δέντρου. — Έτσι συνήθιζε να το κάνη ο καϋμένος ο Πέτρος, είπε.

Εγώ εβγήκα να πιω νερό, στην περίφημη, την αθάνατη βρύσι... Ήτον ως τρεις ώρες νύχτα. Δροσιά, αστροφεγγιά, χαρά Θεού. Εκεί αντίκρυ, πέρ' απ' τα πλατάνια, στο ξέφαντο, είχαν αρχίσει να παίζουν λαλούμενα, φλογέρες, νταούλια, ζουρνάδες, και μερικοί είχαν στήσει χορό.

Μα κ' οι δυο τους σφραγίζανε το χωρισμό με δάκρυα πολλά, μ' αναφυλλητά. Κ' εκεί που ζητούσε η γριά, φανταζότανε την καλύβα της σκουντουφλιάρα, παντέρημη και ζύγωνε στη νια να γίνη ένα μαζί της, λες κ' ήθελε να πάρη τη δροσιά και τις ελπίδες της.