United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευκλείδης. Καλέ Τερψίων, τόρα γλήγορα ήλθες από τον αγρόν ή έχεις πολλήν ώραν; Τερψίων. Είναι αρκετή ώρα. Και ακριβώς εσένα εζητούσα στην αγορά και απορούσα, διότι δεν κατώρθωσα να σε εύρω. Ευκλείδης. Βέβαια, διότι δεν ήμην μέσα εις την πόλιν. Τερψίων. Πού ήσο λοιπόν; Ευκλείδης. Ενώ κατέβαινα εις τον λιμένα απήντησα τον Θεαίτητον, ο οποίος μετεφέρετο από το στρατόπεδον της Κορίνθου εις τας Αθήνας.

Ήκουσα ότι...ειξεύρεις ότι ο Μάχτος δεν είνε αδελφός σου, είπεν ο Πλήθων. Η περίφρασις δε αύτη εσήμαινεν: «Ήκουσα ότι...αγαπάς τον Μάχτον». — Ειξεύρω βεβαίως ότι δεν είνε αδελφός μου, είπεν η Αϊμά ερμηνεύουσα κατά γράμμα την φράσιν. — Λοιπόν... μήπως τυχόν θέλεις;...„ — Τι να θέλω; ηρώτησεν απορούσα η Αϊμά. — Μήπως θέλεις να τον νυμφευθής; — Εγώ; έκραξεν έκπληκτος η Αϊμά.

Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύναντο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ' έπιε . . . — Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και τη χάρι σας να πετάξω! . . . Κ' εγέλασε μονάχη της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα . . .

Ίσως να είταν αφορμή πως τώρα είχα τη βεβαιότητα πως ο αγώνας είτανε στο τέλος του. «Θε μου, να πεθάνημουρμούρισα· «να πέθαινε χωρίς πόνους τουλάχιστοΚι απορούσα πάντα πως μπορούσα να είμαι τόσο ήσυχος. Κοίταξα γύρω μου, άμα σταμάτησε τα τραίνο. Νόμισα πως θαρχότανε κάποιος να με περιμένη, μα δεν είτανε κανείς εκεί. «Τότε θα ζη ακόμα», συλλογίστηκα με την ίδια παράξενη ησυχία.

Και πού τώχεις αυτό το παιδί; Μήπως σούστειλε γράμμα καμμιά φορά; Μήπως έμαθες γι' αυτό το παιδί καμμιά φορά; Δεν συμμαζώνεις τα μυαλά σου λιγάκι; — Εσύ να μαζώξης τα λωριά σου, γιατί θα σου τα μαζώξω εγώ! Αυτά συνέβαιναν συχνότατα. «Μα πού παίρνει χαμπάρι πώς έρχονται καράβια», έλεγεν απορούσα η κόρη.

Ό,τι ήθελα να σου πω δε σου το είπα και θυμούμαι πως απορούσα γιατί δε με ρώτησες και συ έπειτα, κι ας σε παρακάλεσα να μην το κάμης. Πολλές φορές το ήθελα να με ρωτούσες. Συχνότερα όμως είμουνα ευχαριστημένη που δε με ρωτούσες. Τι έχω υποφέρει εκείνη την εποχή, Γιώργο! Να μπορούσες να το υποψιαστής τι υπόφερα!

Μα πώς! εκουζουλάθηκε; είπε ν η Καλιώ απορούσα. — Κατέω και 'γώ είντα τούρθε του νεραϊδή; Αλλά δεν ήτο πρώτη φορά που την επείραζεν ο Πατούχας. Η Μαργή διηγήθη ότι από ημερών όπου την συνήντα, της εξετόξευε κάτι ματιές που 'νόμιζες πώς ήθελε να την καταπιή. Ενίοτε της έλεγε και κανένα λόγον από μακράν.

Περιμένεις να φύγω, είπεν η Σιξτίνα. Η Αϊμά την παρετήρει έκπληκτος. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έλεγε τοσούτους λόγους η μοναχή. — Μήπως σ' ενοχλώ; επανέλαβεν αύτη. — Όχι, μήτερ μου. — Διατί δεν γευματίζεις; — Δεν έχω όρεξιν, είπεν η Αϊμά απορούσα διά την φιλοφροσύνην ταύτην, και δυσπιτούσα έτι μάλλον, επί τη αναμνήσει των νουθεσιών της Βεάτης.

Και ενώ η γραία εκστατικώς και απορούσα ίστατο εκεί προ του καθρέπτου, μη χορταίνουσα να βλέπη την αχόρταστον εκείνην μορφήν, ηκούσθησαν αι χαρμόσυνοι φωναί των ποιμένων έξω, οίτινες τόσον εύμορφα προ της πυράς εγευμάτιζον, και είτα η φωνή του παιδός, όστις έκραξεν αναζητών: — Καλή χρονιά, θεια Μυγδαλίτσα. Έλα να φάμε, να σου πούμε και για το καράβι.

Έπειτα υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά. — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου.