United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε πρωτομαγιά και μιλήσαμε πως μπορούσαμε να την κάμουμε να περάση ευχάριστα για τα παιδιά, όπως το συνηθίζαμε προτήτερα. Στην αρχή μου είταν αδύνατο να φανταστώ πως είταν αληθινό ό,τι έμαθα. Όσο να έρθη η ώρα, που θάφευγε το τραίνο, πήγα κι αγόρασα λίγα φρούτα κι άλλα πράματα, που χρειαζόντανε για τη χαρούμενη μέρα.

Έφταιξε τόσο πολύ, αμάρτησε τόσο πολύ ο κόσμος για να τιμωριέται τόσο σκληρά αυτή η δυστυχισμένη! Και στο υστερνό στεναγμό της, στο υστερνό φίλημά της απάνω στα λυπημένα μάτια της κόρης της, το τραίνο κυλά λαχανιασμένο, αδιάφορο μπροστά. Χάνεται στη νύχτα μπροστά στα θολά μάτια της το χλωμό κεφαλάκι της κόρης της που πνιγμένη στα δάκρια ψιθυρίζει: — Μάννα, γλυκειά μου μάννα!...

Τούτες η χρυσές Ελλάδες, που φεύγουν σήμερα γύρω απ' το τραίνο, θάρχωνται στης νύχτες της ξενητειάς σου... Τούτα τα λουλούδια των χωραφιών θα φυτρώνουν στους γκρεμούς της απελπισίας σου, στην άβυσσο της ανίας σουγια να τα τρυγάς κάτω από βροχή κι' ομίχλη... Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Η καμπάνα σε ρωτάει για πού ξεκίνησες. Η καμπάνα σε ρωτάει πώς λησμόνησες τον Κύριον Ημών...

Για τούτο και γω σας λέω, αφήστε τις μισοδουλειές και δε θα τα βγάλουμε πέρα, γιατί μισή τέχνη δεν υπάρχει, δεν υπάρχει μισή ψυχήδεν υπάρχει και μισή γλώσσα . Από μακριά την αποχαιρετούσα την Ακρόπολη, το βράδυ, όσο έτρεχε το τραίνο και κατέβαινα στον Περαιά, να με πάρη το βαπόρι που με πήγε στην Τήνο. Την αποχαιρετούσα την Ακρόπολη και λυπούμουν.

Στον κάμπο με τα χρυσά κλήματα, στη θάλασσα των αμπελιών μάς πήγαινε το τραίνομια Κυριακή πρωί, μια ρόδινη ανατολή. Στη θάλασσα των αμπελιών, εκεί ακούσαμε την καμπάνα, μια Κυριακή πρωί, την καμπάνα της λειτουργίας! Γνωρίζεις, ψυχή μου, αυτόν τον ήχο ; Για ξένους τόπους ξεκινήσαμε, για συννεφιασμένους ουρανούς.

Και τα ματάκια της ραντίζουν το κοκκινόχωμα του χωριού της. Ε! έτσι είταν της μοίρας της! Θα χωριστή τόρα απ' τη μαννούλα της, θα πάη πέρα σε ξένη χώρα γι αυτή και σε ξένο κόσμο. Λίγα βήματα ακόμα και φτάνουν στο σταθμό. Το τραίνο ήρθε λαχανιάζοντας, κατάμαυρο. Τα δυο μεγάλα κόκκινα μάτια του μπροστά, οι λυχνίες του στη γραμμή, απλόνουν κόκκινες φωτερές πλατειές λωρίδες στα χαλίκια.

Η αυγούλα αρχίζει να ροδίζη στον ουρανό κι αυτοί φεύγουν φεύγουν να προφτάσουν το τραίνο. Ο κοκκινοχώματος δρόμος του χωριού με τη μακριά σειρά των φραχτών του κι από τις δυο μεριές είνε σκοτεινός ακόμα.

Όταν όμως καθόμουνα στο τραίνο και γύριζα στη Στοκχόλμη για ναρθώ πάλι από κει στο σπίτι μου, με κυρίεψε τόση αγωνία, που δεν μπορούσα να τη νικήσω. Λίγο πρι να φύγω, είχα μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα μου. Άκουσα από μακριά τη φωνή της να τρέμη από χαρά: Ο Σβεν πηγαίνει καλήτερα! Κάθησε στο κρεββάτι και γέλασε και φλυάρησε.

Φυσικά θα είναι περαστικό το πράμα, έλεγα με τον εαυτό μου εκεί που καθόμουνα στο βαγόνι με τα πακέτα μου. Και για να περάσω γληγορότερα την ώρα, άνοιξα τις εφημερίδες μου και θέλησα να διαβάσω. Στην αρχή το κατώρθωσα, γιατί προσπάθησα να πάρω το πράμα όσο το δυνατό ησυχότερα, ώστε να μη με κυριέψη η αγωνία, τουλάχιστο όσο είμουνα στα τραίνο.

Μα τάφησα έπειτα, γιατί άκουσα και στην Αθήνα έτσι να το λένε, παίρνω λουτρό , καθώς λένε και για το τραίνο πως το παίρνουνε . Μπορεί να είναι ξενισμός, μου φαίνεται όμως πως τέτοιους ξενισμούς έχει σήμερις κάθε γλώσσα, έχει κ' η δημοτική μας. Ας με συμπαθήσουνε λοιπόν οι φίλοι, κι ας δούμε τώρα και τη Ζούλια την ίδια. 28 του Τρυγητή, 1901. Φίλτατε Δροσίνη,