United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας κόμπος έπιασε τον Στρατή στο λαιμό, κάτι τι του φάνηκε πως του αποστάθηκε στο λαρύγγι κ' έβηξε να το πετάξη. Άκουσε μόνος του το βήχα του μέσα στη σιγαλιά και ξαφνίστηκε. — Ποιος έβηξ' έτσι; Χριστός και Παναγιά! — Κανένας. Εσύ έβηξες, Στρατή. — Αλήθεια, εγώ έβηξα. Και ξαφνίστηκα. Νόμισα πως έβηξε το Μαχώ. Δεν μπορώ νακούω άνθρωπο να βήχη...Δεν μπορώ. Μια σιωπή θανατική έπνιξε το βήχα.

Ίσως να είταν αφορμή πως τώρα είχα τη βεβαιότητα πως ο αγώνας είτανε στο τέλος του. «Θε μου, να πεθάνημουρμούρισα· «να πέθαινε χωρίς πόνους τουλάχιστοΚι απορούσα πάντα πως μπορούσα να είμαι τόσο ήσυχος. Κοίταξα γύρω μου, άμα σταμάτησε τα τραίνο. Νόμισα πως θαρχότανε κάποιος να με περιμένη, μα δεν είτανε κανείς εκεί. «Τότε θα ζη ακόμα», συλλογίστηκα με την ίδια παράξενη ησυχία.

Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.

Τότε έπαψε ξαφνικά η κανονική αναπνοή της γυναίκας μου κ' αιστάνθηκα πετρωμένη την καρδιά μου. Νόμισα πως έρχεται τώρα ο θάνατος κ' έτρεξα έξω να ξυπνήσω τα παιδιά. Ήρθανε μέσα υπνωμένα ακόμα και σοβαρά και καθήσανε κοντά στο κρεβάτι. Και τη στιγμή αυτή θυμήθηκα εκείνο, που μου είχε πει κάποτε: — Όταν θα πεθαίνω, δε θέλω να είναι κοντά μου κανένας άλλος από σε και τα παιδιά. Είμαι δική σας μονάχα.

Μήτε θα θύμωνες, καλέ μου· δικαίωμα δεν είχες. Μια στιγμή, ταράχτηκα και γω, πήγα να ζουλέψω, γιατί θαρρούσα τότες πως μ' αγαπούσε και μου έκρυφτε κάτι. Νόμισα πως με γελούσε, την ώρα εκείνη που δίχως να με προσμένη, την απάντησα εκεί απάνω στον Άη Γιώργη, μπροστά στο μοναστήρι, και την είδα να κάθεται συλλογισμένη, να διαβάζη ένα γράμμα και να κλαίη.

Δεν είν' άσκημη, βιάστηκα να πω. Καισθανόμουν τόση ντροπή, ως νάχα μολογήση πως εγώ ήμουν που την αγαπούσα. Αλλά κατά τον τελευταίο μήνα της διαμονής μου στην πόλη έτυχε και κάτι άλλο που τάραξε τους λογισμούς μου. Στο απέναντι μου σπίτι ήτον ένα ξανθό παχουλό κορίτσι, δέκα πέντε ή δέκα έξη ετών, που μούκανε προκλητικές εμφάνισες, όπως νόμισα τουλάχιστον.

Το είδα στο πρόσωπό της, όταν έμενε μόνη και νόμιζε πως δεν την παρατηρεί κανείς· κι όταν το πρωτοείδα νόμισα πως έτρεχε κάτι μεταξύ μας. Τη ρωτούσα συχνά γι' αυτό και μου είναι δύσκολο να πω αν είταν η αγάπη μου ή η φιλαυτία μου, που μ' έκανε να νομίζω πως η ευτυχία της δεν έπρεπε να θολώνεται από άλλο τίποτες παρά από εκείνο που αφορούσε εμέ. Έβλεπα πως τη βασάνιζα φοβερά με όσα τη ρωτούσα.

«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα!

Ένα πρωί θυμούμαι πως με ξάφνισε που τον είδα, εκεί που πήγαινα περίπατο, καθισμένον στο λιβάδι μ' ένα μπουκέτο άνθη στο χέρι. Τονέ ρώτησα αν ήθελε ναρθή μαζί μου στο πάρκο. Αυτό το δεχότανε πάντα μ' ευχαρίστηση και γι' αυτό με ξάφνισε όταν αυτή τη φορά το αρνήθηκε κατηγορηματικά. — Δε θέλεις ναρθής με τον μπαμπά, Σβεν; Με πείραξε σχεδόν και νόμισα πως είταν ιδιοτροπία.

Μέρα και νύχτα στοχαζόμουνα τι μπορούσα να κάμω για να ξεφύγω τον κίντυνο που φοβόμουνα πως θα μου τάραζε τη χαρά του καλοκαιριού και τέλος νόμισα πως βρήκα το μέσο. Πρότεινα δηλαδή μια μέρα της γυναίκας μου να κάμουμε το γύρο όλης της Σουηδίας ως τους δυτικούς γιαλούς και το έκαμα γιατί ήθελα να τη νικήσω. Αιστανόμουνα πως θανοίγαμε μεταξύ μας έναν αγώνα και δεν ήθελα να βγω νικημένος απ' αυτόν.