United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! δαρθήτε όσο θέλετε· δε δίνω έναν παρά. Δεν εννοώ εγώ να τσαλακώσω τη ρόμπα μου για να σας χωρίσω. Θάμουν τρελλός αν πήγαινα ν' ανακατωθώ μαζί τους για να μούρθη στο τέλος και καμμιά κατακεφαλιά. Οι ανωτέρω. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αχ! κύριε, πάρα πολύ λυπούμαι για το ξύλο που φάγατε. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Δε σημαίνει τίποτα. Ένας φιλόσοφος ξαίρει να παίρνη τα πράγματα όπως έρχονται.

Κ' έπειτα αν ο Βασιλιάς ήθελε να επιτρέψη να μείνω στην υπηρεσία του, θα τον υπηρετούσα με μεγάλη τιμή σαν κύριό μου και σαν πατέρα μου. Κι' αν προτιμούσε να με διώξη και να σας κρατήση, εσάς, θα πήγαινα στη Βρεττάνη με τον Γκορνεβάλη για μόνο μου σύντροφο. Μα όπου κι' αν πήγαινα, Βασίλισσα, παντού και πάντοτε, θάμενα δικός σας.

Δεν θα το μαρτυρήσω σε κανένα, Του κάκου. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πη τίποτε... Ύστερα από λίγες μέρες έκλεισε τα μάτια της και πέθανε. Ήρθαν και την πήρανε με ψαλμωδίες και λιβανητά. Πήγαινα κ' εγώ πίσω, με τα δάκρυα στα μάτια. Η γιαγιά έφευγε για πάντα κ' έπαιρνε μαζή της το μυστικό. Το πήρε μαζή της κάτω από τα ψηλά κυπαρίσσια. Ποτέ μου δεν έμαθα το τέλος του παραμυθιού.

Ίσια κοντά μου ζυγώνει η αθεόφοβη! Τουρτούριζε το σιαγόνι μου από το σύγκρυο. Ήρθε κι ακκούμπησε στα κάγκελα του ηλιακού πλάγι μου. Έτρεμα και πήγαινα. Στέγνωνε ο λαιμός μου, κ' ένας βώλος μου την έπνιγε την καρδιά μου. — Βλέπεις τι όμορφη που είναι η Πόλη μας; γυρίζει και μου κάνει με μάτια που γλυκαστράφτανε. Να γείνης Πολίτης και συ. — Είμαι Πολίτης, έκαμα καρδιά και της είπα.

Έφαγε και παρακάλεσε τη μαμά να πη χαιρετίσματα του «πατεράκη», όπως τον έλεγε, χαδευτικά όταν είταν πολύ χαρούμενος. Όλα τάζανε τις καλήτερες ελπίδες κι ωστόσο δεν μπορούσα να ησυχάσω. Έφτασα στη Στοκχόλμη στις εφτά το βράδι, τη στιγμή που έφευγε το τελευταίο βαπόρι, που μπορούσε να με φέρη σπίτι μου. Τράβηξα λοιπόν ίσια στο ξενοδοχείο, όπου πήγαινα πάντα. Είχε σκοτεινιάσει κ' έβρεχε δυνατά.

Όταν χειμώνας έφθανεν, εγώ στους σταύλους τους εδικούς μου πήγαινα και τα λιβάδια του Λαΐου κείνος. Λέω καλά ή μήπως ψέμα; ΘΕΡΑΠΩΝ Λέγεις αλήθεια. Μα καιρός είν’ από τότε. ΑΓΓΕΛΟΣ Και τώρα τούτο να μου πης: παιδί κανένα μου ’δωκες ν’ αναθρέψω εγώ για τον εαυτό μου; ΘΕΡΑΠΩΝ Τι τρέχει; γιατί μ’ ερωτάς τέτοια ιστορία; ΑΓΓΕΛΟΣ Τούτος εδώ είναι, φίλε μου, το παιδί εκείνο.

Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά τη ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω τον Βαγγελιού όλα μαζή, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό. Μετά καιρό είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ' αυτή τη φορά δεν μαστειεύθηκε για το Βαγγελιό. Μούφερε δυσάρεστα νέα. — Η Βαγγελιά, η καϋμένη, δε μπορεί. — Είντα 'χει; ρώτησα μ' ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.

Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.

Μου έδωσε μια συναλλαγματική υπογραμμένη από τον ντον Πρέντου. Πώς μπορούσα να πω όχι; Έπειτα γύρισε εδώ. Μου είπε ότι τα λεφτά από τη Ρώμη τα έπαιξε με τον Μιλέζο και έχασε. Εγώ του είπα ότι θα πήγαινα την συναλλαγματική στον ντον Πρέντου. Τότε φοβήθηκε και μου έφερε μιαν άλλη με την υπογραφή της ντόνας Έστερ. Κι έτσι του έδωσα και άλλα χρήματα.

Όταν η μητέρα μου γύρισε στο σπίτι, ήτο σαν τρελλή από ανησυχία κιαγανάχτηση. Σε μένα όμως δε φανέρωσε τίποτε, για να μη με ταράξη και χειροτερέψη την κατάστασή μου. Τα μάγια και τα γιατρικά του δασκάλου γίνηκαν· αλλ' ωφέλεια δε μούκαμαν καμμία. Ο πυρετός έγινε καθημερνός. Σηκωνόμουν, πήγαινα μάλιστα και λίγο έξω, αλλ' ήμουν φοβερά εξασθενημένος, όρεξη δεν είχα κιόλα μου φαινόταν άνοστα.