United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα, μη το κρύβης από μένα. Τώρα που με κύτταξε, τα μάτια της ήταν υγρότατα και στην υγρότη τους μέσα ξάνοιξα σα μέσα σε καθαρή ανάβρα, πως είχαν βουρκώσει και τα δικά μου. Κι' άλλη μια φορά τη ρώτησα πώς έκαμε κ' έπεσε στη λαγκαδιά εκεί κάτου.

Σα να πίστευε πως βάδιζε προς κάποια μεγάλη ευτυχία, τόσο έλαμπε η όψη της καθρεφτίζοντας το ζωντανό αίστημα, που έδενε μαζί εκείνο που υπήρξε με κείνο που υπήρχε. Και μου πέρασε στην ψυχή ένα τόσο θλιβερό συναίστημα με την ιδέα πως μπορούσε ναληθέψη η προαίστησή μου, ώστε μου ήταν αδύνατο να κρατήσω τους στοχασμούς μου. — Είσαι βέβαιη πως θα είναι, όπως το περιμένεις; ρώτησα.

Ρώτησα κόσμο και κόσμο, μα κανένας δεν ήξερε να μου πη τίποτε. Η γιαγιά κοιμάται ακόμη κάτω από μια μαρμαρένια πλάκα, φαγωμένη από τον καιρό, κιτρινισμένη απ' τα χρόνια. Όλα τα μνήματα τριγύρω είναι βουβά. Μα κάποια φωνούλα αντηχεί κάποτε απάνω στο κυπαρίσσι τους, κάποιο μουρμούρισμα κλαδιών τα ζωντανεύει. Το πιο βουβό μνήμα είναι το μνήμα της γιαγιάς.

Ύστερα όμως ρώτησα την Πιπίτσα, κι αυτή τότε μου είπε καμαρώνοντας, πως ο Σταύρος είτανε συμμαθητής ατό γυμνάσιο με τον αδερφό της, και πώς ενώ ο αδερφός της ύστερ' από το γυμνάσιο πήγε στο πανεπιστήμιο, κ' έγινε ένας σπουδασμένος νέος, ο Σταύρος έμεινε ασπούδαστος, δίχως καμιά αξία στην κοινωνία, φευγάτος από το σπίτι του, και καταραμένος από τον πατέρα του.

Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;

Και εάν η Έστερ ανοίξει το στόμα της να πει κάτι, εκείνη την κοιτάζει με τέτοιο φοβερό βλέμμα, που της κόβεται η μιλιά.» «Το ίδιο και μ’ εμένα», είπε ο Έφις. «Ακριβώς το ίδιοΚαι ένοιωσε σχεδόν ανακούφιση, επειδή η ανάμνηση των ματιών της Νοέμι τον καταδίωκε χειρότερα απ’ ό, τι η παλιά του τύψη. «Άκουσέ με τώρα. Αφού από εκείνες δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα, πήγα και ρώτησα την Καλίνα.

Κύτταξα ότι κ' εγώ κι αυτή σφίξαμε τα χέρια μας και δε μας έρχονταν να τ' αφήκουμε ο ένας τ' αλλουνού. Στα πρόσωπα είχαμε γίνει κ' οι δυο, σαν τον καρπό της κερασιάς όταν ουρμάζει, κατακόκκινοι. Κι' όσο τηράγαμε ο ένας τον άλλον κατάματα, τόσο πλειότερο άναφταν η όψες μας κ' υγραίνονταν τα μάτια. Τη ρώτησα: — Πώς πάει το χτύπημα; — Τώρα, ... με πονεί εδώ.

Τώρα όμως μου φαίνεται πως δεν έχω άλλον πόθο παρά να ζήσω με σε και τα παιδιά. Ήθελα να μην υπήρχε άλλο τίποτες από τη ζωή που έχουμε να ζήσουμε συ και γω. Θέλω να ζήσω μαζί σου όσο να μεγαλώσουν τα παιδιά και ναποκατασταθούν. Έπειτα να γεράσουμε μαζίεσύ και γωτίποτες άλλο δεν μπορώ να στοχαστώ. — Δεν πιστεύεις πως μπορεί να υπάρχη κάποια άλλη ζωή; ρώτησα.

Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά τη ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω τον Βαγγελιού όλα μαζή, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό. Μετά καιρό είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ' αυτή τη φορά δεν μαστειεύθηκε για το Βαγγελιό. Μούφερε δυσάρεστα νέα. — Η Βαγγελιά, η καϋμένη, δε μπορεί. — Είντα 'χει; ρώτησα μ' ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.

Κι άλλος τον έλεγε Άι Γιώργη κι άλλος Άι Δημήτρη, άλλος αρχαίον έλληνα κι άλλος στρατιώτη παλιό της Φραγκιάς και της Φλάντρας. Αφού διάβασα την επιγραφή της εγώ, την εξανακύτταξα μια φορά πάλι καλλύτερα την εικόνα και ρώτησα τον καφετζή τον Αζώηρο, πού την είχε βρη.