United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ηξεύρω βέβαια να υφαίνω· ολόκληρες σπιθαμές πανί ύφαινατο πλάι της γιαγιάς μου, κάθε καλοκαίρι, όταν ηρχόμεθα εδώ εις το χωρίο. . . μου εξήγησεν η γιαγιά μου και το παραμικρό του εργαλειού, είνε όλα τόσο εύκολα!

Όπου νάναι έφθασε και η κ. Μύρτου. Ξέρεις δα η ζωγράφος από τας Αθήνας. Ό,τι γύρισεν από την εξοχή και μήνυσε πώς θάρθη για την εικόνα της γιαγιάς. Θα μείνω να την περιποιηθώ λιγάκι. Γιατί αν την περιποιηθούμε δεν θα πάρη τίποτε. Ο λ γ ί ν α. Χρήματα άφησεν; Κα Μ ε μ ι δ ώ φ Θα ψωνίσετε με πίστωσιν. Έφθασε. Λ έ λ α. Μας εξεχάσατε.... Μ α ρ ί α. Δεν ήμουν εδώ.

Δακρυσμένος από συγκίνησιν ο γέρων συμβολαιογράφος ήλθε κοντά της, και καθώς έσκυπτεν εκείνητον εργαλειό την εφίλησε ς το μέτωποΜε την ευχή της γιαγιάς σου, δικός σου είνε ο εργαλειός, της είπε.

Εμβήκεν εκείνη αφού έβγαλε τα χειρόκτιά της και επρόσεξε πολύ, καθώς εκάθισε, να μη τσαλακώση το εύμορφο φρεσκοσιδηρωμένο φόρεμα της, το στολισμένο με δαντέλλες. «Τι ιδέα αυτή της γιαγιάς μου, ένα ξύλο φαγωμένο από την πολυκαιρίαν να το κάμη τόσο μεγάλην υπόθεσινεσυλλογίσθη, άμα επήρε την σαΐταν εις τα χέρια της και ήρχισε να υφαίνη.

Η Γκριζέντα κοκάλωσε και το όμορφο πρόσωπο και τα όμορφα μάτια της πήραν αμυδρά την όψη της γιαγιάς της. «Γυρίζει πίσω;» «Αφήστε τα τώρα αυτάείπε ο Έφις απιθώνοντας το πανέρι στα πόδια του κοριτσιού, αλλά εκείνη άκουγε σαν μαγεμένη τα λόγια της γιαγιάς, και εκείνος κατεβαίνοντας το σοκάκι νόμιζε πως ξανάβλεπε το παρελθόν σε κάθε γωνιά.

Τα παιδιά την έβλεπαν ακίνητα, με αγάπη. Σε λίγο μπήκε ο γαμπρός της· δουλευτής άνθρωπος εφαινότανε· εφίλησε το χέρι της γιαγιάς και είπε σιγά της γυναίκας του. — δεν είνε καθόλου καλά η μάννα . . . Σε λίγο από το διπλανό σπίτι ακούστηκε λεπτή γλυκειά φωνούλα να ψάλλη «Χριστός γεννάται». Η κόρη πήγε να κάμη καφέ της μάννας της.

Ρώτησα κόσμο και κόσμο, μα κανένας δεν ήξερε να μου πη τίποτε. Η γιαγιά κοιμάται ακόμη κάτω από μια μαρμαρένια πλάκα, φαγωμένη από τον καιρό, κιτρινισμένη απ' τα χρόνια. Όλα τα μνήματα τριγύρω είναι βουβά. Μα κάποια φωνούλα αντηχεί κάποτε απάνω στο κυπαρίσσι τους, κάποιο μουρμούρισμα κλαδιών τα ζωντανεύει. Το πιο βουβό μνήμα είναι το μνήμα της γιαγιάς.

Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.

Να την λοιπόν που βγαίνει πίσω από το ιερό, με το κάνιστρο στο κεφάλι και κατεβαίνει το σοκάκι ανάμεσα σε συστάδες από βάτα που λάμπουν από τις σταγόνες της δροσιάς. Από την πόρτα της γριάς Ποτόι φαινόταν η Γκριζέντα σκυμμένη πάνω στη φωτιά της εστίας να ετοιμάζει τον καφέ της γιαγιάς που ήταν άρρωστη στο κρεβάτι. «Αδυνατίζεις κάθε μέρα και πιο πολύ», είπε η Νατόλια μπαίνοντας.

Ακούς εκεί να μη φανή στου Καλιλά για τα μάτια καν... Ο λ γ ί ν α. Ύστερα μάλιστα από τόσους μήνας πού’ λειπε. Έ μ μ α. Ξέρεις ότι όλο το καλοκαίρι έλειψε και η ζωγράφος, η νέα του συμπάθεια, η οποία άρχισε από τον Μάρτιο την εικόνα της γιαγιάς. Κύτταξε τέλος πάντων, θα το τελείωσης αυτό το κτένισμα!