United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.

Τον κοίταξε καλά πριν τον αφήσει να μπει, όπως κοιτάζει κανείς έναν ξένο, έπειτα είπε μόνο: «α, εσύ είσαι;». Ήταν αρκετή όμως αυτή η έκφραση δύσπιστης και κάπως ειρωνικής έκπληξης για να τον ταπεινώσει και να τον ταράξει περισσότερο. «Γύρισα, λοιπόν, ντόνα Νοέμι μου», είπε μπαίνοντας και ακολουθώντας την μέσα στην αυλή. «Ο περιπλανώμενος γύρισε.

Και μπαίνοντας μες το βαθύ λιμάνι, τα πανιά τους διπλώνουν και μες στο γοργό καράβι τ' απιθώνουν, και το κατάρτι στρώνουνε στην κοίτη ξαμολώντας τα ξάρτια, κι' ως πιο μέσα εκεί στ' αραξοβόλι λάμνουν. 435 Κι' όξω τα βάρια ρήχνουνε και δένουν την πρυμάτσα, όξω κι' ατοί τους βγαίνουνε πάς στου γιαλού την άκρη, και βγάζουν όξω τα σφαχτά που φέρνανε του Φοίβου, κι' η Χρυσοπούλα όξω πηδάει μέσα απ' το τρεχαντήρι.

Επιθυμώ λοιπόν κ' εγώ ν' αγωνισθώ μαζύ σου, και να σκοτώσουμε μαζύ το γυιό του, εκεί μέσα, στο σπίτι εκείνο μπαίνοντας που κάνει το τραπέζι. Έτσι κ' εγώ πεθαίνοντας, την υποχρέωσί μου θα βγάλω στους αφέντες μου, που χρόνια μ' έχουν θρέψη, ή ζωντανός να μοιρασθώ μαζύ τους τη χαρά τους.

Μα τάλλα δυο; τάλλα δυο; Το κερί του παιδιού! και του Νίκου! Έφυγε σαν τρελλή χωρίς να γυρίση να κυττάξη πίσω. . . Είχε νυχτώσει πια: τάστρα έλαμπαν κρύα στον ουρανό. Έτρεξε σπίτι. Μέσα της τόξερε τώρα πως το παιδί της θα πέθαινε, πως θα της τόπαιρνε η Βεργινία, αφού ήτανε δικό της εκείνης και τόχε γεννημένο η ψυχή της- Μπαίνοντας στην κάμαρη ηύρε κόσμο και φως από αγιοκέρια.

Φυσικά, μπαίνοντας κανείς στην πράξη, μπορεί ναλλάξει στη μορφή μερικές από τις ιδέες του, μα στην ουσία θα τις αφήσει απείραχτες. ΓΥΡΕΥΟΥΝ στρατό. Ας τον κάνουν, αυτό θέλουμε και μεις. Και για να γίνει, χρειάζονται όχι μόνο χρήματα παρά και στρατιωτικό πνεύμα και στρατιωτικός χαραχτήρας.

Λοιπόν κύριε Αριστόδημε· το χέρι σας; για τελευταία φορά· του είπε ο Περαχώρας, μπαίνοντας στο γραφείο με το καπέλλο στο χέρι. — Και σας ευχαριστούμε για την τόση σας φιλοξενία! επρόσθεσε ο Γκενεβέξος από πίσω του. — Ω κύριοι· εψιθύρισε ο Αριστόδημος, σκύβοντας ταπεινότατα το κεφάλι του. Λυπούμαι πολύ που χάνω την πολύτιμη συντροφιά σας.

Μα αν έκοβε τα δέντρα, θα πιανόταν από το χτύπο· για τούτο έβαλε στο νου του να χαλάση τα λουλούδια. Αφού λοιπόν εφύλαξε τη νύχτα κ' επήδησε το φράχτη, άλλα εξερρίζωσε, άλλα έκοψε κι άλλα τα ετσαλαπάτησε σαν αγριογούρουνο· κ' ύστερα έφυγε χωρίς να τόνε νοιώση κανένας. Κι ο Λάμωνας μπαίνοντας την άλλη μέρα στο περιβόλι, ελογάριαζε να τα ποτίση από την πηγή.

Γιατί κλαίτε; τους ψιθύρισε· είνε ωραίος τέτοιος θάνατος, πολύ ωραίος!.. είνε ζωή! Και τάκλεισε πάλι. — Αχ, κακομοίρη! κακομοίρη!... ρέκαξε τ' αντρόγυνο με ψυχοπόνια. — Μα στ' αλήθια κλαίνε ; ρώτησε με απορία ο Θεομίσητος το διπλανό του. — Έτσι φαίνεται· και τέτοιος που ήταν τον ήθελαν. Το λένε αυτοί: Το αίμα νερό δε γίνεται. — Έφτασε το φως! είπε ο Κουτρουμπής μπαίνοντας με μια λάμπα.

Καλά στοχάσου μπαίνοντας στο παλάτι σου αυτά που λέγω° κι αν εύρης ότι ψέματα σου λέγω, τότε να μην πιστεύης στη δική μου την μαντείαν. Στροφή α΄ Ποιος είν’ αυτός, που ο Δελφικός μαντικός είπε βράχος πως έκαμε με φονικά τα χέρια κακά τόσα; Είναι καιρός, πιο γλίγωρα από τ’ ανεμόποδ’ άτια το πόδι του γοργό να πάρη να πάη μακριά.