United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.

Είπε, και του Οϊλιά ο γοργός αμέσως άκουσε Αίας, κι' έφτασε πρώτος, τη σφαγή διαβαίνοντας τρεχάτος. Κατόπι πήγε ο Δομενιάς, και πήγε ο σύντροφός του Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη. 259 Κι' οι Τρώες όλοι ορμούν μαζί, κι' ο Έχτορας οδήγαε. 262 Πώς σπάει σε κάβο ορθόβραχο το κύμα, και βουήζει 264 γύρω κάθε άκρη ενώ ο αφρός πηδάει στις πέτρες όξω, 265 με τέτοια πλάκωναν βουή.

'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Στην άκρη στέκεται όρθιος ο Τριστάνος με τεντωμένο το τόξο του. Αλλά ο Χουσδάν, βλέποντας και αναγνωρίζοντας τον κύριο του, πηδάει απάνω του, κουνάει το κεφάλι και την ουρά, τεντώνεται, κυλιέται χάμου. Ποιος είδε ποτέ τέτοια χαρά; Έπειτα τρέχει στην Ιζόλδη την Ξανθή, στον Γκορνεβάλη, ακόμη και στο άλογο, και κάνει χαρές. Βαθειά συγκινήθηκε ο Τριστάνος. «Αλλοίμονο! Τι δυστυχία να μας ανακαλύψη.

Μα τόδε του Φυλέα ο γιος κι' ομπρός πηδάει και ρήχνει, 520 μα δεν τον πήρετι έκανε παρέκει, κι' ο Απόλλος του Πάνθου γιο δεν άφινε να πέσει εκεί στους πρώτουςΜον μες στα στήθια κάρφωσε τον Κροίσμο, που βροντώντας πέφτει βαρύς.

Είπε, κι' απάνου εφτύς πηδάει στ' αλογωμένο αμάξι 440 κι' αρπά ο καλόθελος θεός το καμοτσί στα χέρια, αρπάει τα γκέμια, και φυσάει γερή καρτεροσύνη μες στα μουλάρια κι' άλογα.

Όπως πηδάει στη μάννα του το γίδι, έτσι κι ο Δάφνις τα χέρια κροταλίζοντας πήδησ' απ' τη χαρά του. Κι όπως η νύφη ντρέπεται, παρόμοια κι ο Δαμοίτας εζάρωσε κι ανάνοιωσε τη λύπη στην καρδιά του. Κι ο Δάφνις πρώτος στους βοσκούς εγίνηκε από τότε, κι άγουρος επαντρεύτηκε κ' επήρε τη Νεράιδα.

Κι' αφτός κλεφτά οχ τον πύργο 390 πίσω πηδάει, μην τόνε δει κάνα Αχαιού το μάτι πως έφαγε λαβωματιά και παινεσές φωνάξει. Τούρθε κακό του Σαρπηδού που τούφεβγε έτσι ο βλάμης, άμα τον είδε· μα έμεινε ν' αγωνιστεί και μόνος, και καθώς είδε τον Αλκμά του μπήγει το κοντάρι κι' όξω το σέρνει· τότε αφτός τ' όπλο ακλουθώντας πέφτει 395 μπρούμτα, κι' αχεί η χαλκόπλουμη τριγύρω αρματωσά του.

Το σπίτι του, χτισμένο από τα χρόνια του παπού του, ξηρολίθι απλό, δίπατο όμως και κάπως ψηλό, πιάνει τον όχτο του Γλυκύ, μέσ' εκεί που κατεβαίνουν απόκρημνα τα πλευρά του Σουλιού και του Τσεκουράτη και που πηδάει ακράτητος προς τον κάμπο ο πόταμος, ξεβγαίνοντας από τα βαθιά φαράγκια των βουνών που κακοσέρνεται τόσο δρόμο.

Οι φύλακες κι' ο Τριστάνος κατεβαίνουν στην πόλι, για τον τόπο της φωτιάς. Ένας καβαλλάρης τρέχει κατά πίσω τους, τους φτάνει, πηδάει από το άτι που τρέχει ακόμη. Είναι ο Ντινάς, ο καλός αυλάρχης. Στο άκουσμα των συμβάντων, άφησε αμέσως τον πύργο του Λιντάν. Ο αφρός, ο ιδρώτας, και το αίμα αυλάκια κυλάνε στα πλευρά του αλόγου του: «Υγιέ, πάω στο δικαστήριο του Βασιληά.