United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου.

Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη. Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει.

Ήλιοςτην ωρηότη ο ένας, άστρο της αυγής ο άλλος. Τους αγάπησε κ' η κόρη κ' έλυωνε σαν το κερί Μη γνωρίζοντας η μαύρη ποιον ν' αφήση ποιον να πάρη. Την τηρά αχαμνή ο πατέρας, γνοιάζεται το μυστικό της Και με τα ψαρέμματά του τώβγαλε 'ς τ' αχείλη της. Λέει στερνά: — Βουλιούμαι, κόρη, Κάστρον αψηλό να χτίσω Κι' αφ' τον ποταμότη Χώρα το νερό χτιστό να φέρω.

Σχεδίαζε με μυτερό ασήμι και κάρβουνο πάνω στην περγαμηνή και την αργασμένη κέδρο. Και σε φίλντισι απάνω και ροδόχρωμη τερρακότα ζωγράφιζε με κερί, λυώνοντάς το πρώτα σε χυμόν από εληές και στερεώνοντάς το ύστερα με ζεσταμένο σίδερο.

Όπως ετούτο το κερί μέσ' στη φωτιά το λειώνω έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις· κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη 'δική μου. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Απίθωσε τον μοναχογυιό της κάτω απ' την εικόνα, άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι του στον άγιο και παρακάλεσε γονατιστή: «ΆηΣτυλιανέ μου, σωτήρα των παιδιών του κόσμου, λυπήσου με κ' ελέησέ με. Σου παραδίνω το μονάκριβό μου. Βάλε το χεράκι σου απάνω του, να ζήση και να μεγαλώση, να μοιάση του πατέρα του». Αυτά είπε η φτωχή η Δροσούλα, ποτίζοντας με δάκρυα τις πλάκες της εκκλησιάς.

Η γυναίκα τότε με την κλαψάρικη φωνή, μπήκε μέσα, κρατώντας στην αγκαλιά της, τυλιγμένο σ' ένα μαυροκόκκινο παλιό χράμι ένα παιδάκι, που μόλις φαίνουνταν έξω το κατάχλωμο σαν κερί κεφάλι του, με κλεισμένα μάτια.

Μα τ' είδαν τα ματάκια μου τους ξένους πώς τους θάφτουν! Χωρίς λιβάνι και κερί και δίχως ψαλμωδία, Χωρίς παπά και κόλυβα και δίχως μοιρολόγια Δεν είδα μάννα να βογγάη, γυναίκα να θρηνάη, Δεν είδα αδερφοξάδερφα να χύνουν μαύρα δάκρυα, Παπάδες κι' εξαφτέρυγα και κόσμο ν' ακλουθάη. Είδα μονάχα τέσσερους με χάχανα και γέλοια Να κουβαλούνε το νεκρό σαν το σκυλλί στον λάκκο.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.