United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήλιοςτην ωρηότη ο ένας, άστρο της αυγής ο άλλος. Τους αγάπησε κ' η κόρη κ' έλυωνε σαν το κερί Μη γνωρίζοντας η μαύρη ποιον ν' αφήση ποιον να πάρη. Την τηρά αχαμνή ο πατέρας, γνοιάζεται το μυστικό της Και με τα ψαρέμματά του τώβγαλε 'ς τ' αχείλη της. Λέει στερνά: — Βουλιούμαι, κόρη, Κάστρον αψηλό να χτίσω Κι' αφ' τον ποταμότη Χώρα το νερό χτιστό να φέρω.

Και ποιος άλλος θα τους βοηθήση λοιπόν εκτός από τη Βραγγίνα. Με κίνδυνο της ζωής της εγλύστρησε ως το σπήτι που έλυωνε ο Τριστάνος. Ο Γκορνεβάλης της ανοίγει με χαρά, και για να σώση τους αγαπημένους η Βραγγίνα συμβουλεύει ένα πονηρό τέχνασμα. Όχι, Άρχοντες, ποτέ δε θ' ακούσατε να μιλούν για ωραιότερο ερωτικό τέχνασμα.

Κι' απ' την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και συχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κ' έλυωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που την βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο, αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου άνθρωπου, για την ομορφιά της, που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.

Εσταμάτησε μέσα στη μικρή πολιτεία του Τινταγκέλ, εγκατεστάθη στο σπήτι κάποιου αστού μαζύ με τον Γκορνεβάλη, κ' έλυωνε εκεί βασανισμένος από τον πυρετό, σκληρότερα πληγωμένος παρά άλλοτε, τον καιρό που η λόγχη του Μόρχολτ είχε δηλητηριάσει το σώμα του.

Πλησίον εις το ρεύμα του μικρού χειμάρρου, εις το αμμόχωμα, το χιόνι καθώς έπιπτεν, έλυωνε. Η συντέκνισσα έλεγεν — Ο Χριστός μαζί μας! Ενόει πρώτον το Άγιον Αρτοφόριον, το οποίον ο παπάς είχε βάλει εις τον κόλπον του, είτα το Άγιον Μύρον και τα ιερά σύμβολα, Ευαγγέλιον και Σταυρόν.

Σπολάτι! τώρα μοναχό θε να σ' αφίσω, γιατί πετιέμαι πλάι 'δώ, να τηγανίσω κάτι μαρίδες, που ακόμη σπαρταράνε. Ε! τι να γίνη. . . οι ανθρώποι θένε βλέπεις και να φάνε. Το σταφύλι του για μένα είτανε χολή γιομάτο. Τη λύσσα του δράκοντα έλυωνε μέσα στο κρασί του. Το φαρμάκι της ασπίδας στη γλώσσα του από κάτω έκρυβεν ο Καίσαρας.

Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι.

Έγινε όλη κίτρινη, μαραμμένη σαν κομμένο λουλούδι. Έλυωνε, έσβυνε το κορμί της λαμπάδα μπροστά στην αγάπη της. Ένα κομμάτι από τη φωτογραφία ήταν στα πόδια της και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού της. Περίμενε να πονέση το χαρτί, να βγάλη φωνή, να της ειπή «μη!». Όχι· τίποτα. Έν' άλλο κομμάτι είχε πέσει στην ποδιά της. Το πήρε, το κύτταξε καλάκαλά.

Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.

Έτσι έλυωνε του Νίκου η ψυχή κι όλο το κορμί του άνοιγε σε μύρια στόματα για μύρια το καθένα του φιλιά. . . . Κι όχι μονάχ’ αυτοί οι δυο. Όχι! «Τα παιδάκια» ! πολεμούσαν άλλοι να τους μουλώξουνε με τις φωνές τους Όχι το «μαρινάτοΌχι!