United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποτε φωσφορισμός έβγαινε· κάποιο ασπροκίτρινο φως άρπαξαν τα μάτια του και τόχαναν αμέσως. Άναβε κ' έσβυνε κ' έφτανε στην ψυχή του σα νεκροσήμασμα. Μην είνε τάχα κ' εκείνο προγονικό λείψανο; σκέφτηκε.

Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος

Βοράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβυνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου.

Ακόμη επερίμενα, μα θόρυβος κανείς, και έσβυνε 'στον ουρανό το ύστερο αστέρι, και γύρω γύρω έβλεπα ωσάν μονομανής . . . τι αναμνήσεις αλγεινάς αυτή η νυξ με φέρει! Το άρμα ακτινοβολεί του Φοίβου 'στον αιθέρα, κι' ακόμη το παράθυρο εκείνο δεν ανοίγει . . . ω συμφορά ανέλπιστος! . . . η λατρευτή μου Βέρα είχε προ δύο ημερών εις την Ροστόβην φύγει!

Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την έσβυσε και την αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την έσβυνε δε, όχι διότι δεν του ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η έκφρασις, αλλά διότι του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου ήθελε να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.

Αλλ' η κραυγή έξω πάντα επίμονη και σαν αχός λυπητερός σημάντρου, την περίχυνε ακόμα πιο πολύ απ' ατέλειωτη ανατριχίλα, την κάρφονε ασάλευτη στου κρεββατιού τη στρώση, της έσβυνε τη φωνή στον λάρυγγα μ' ένα ξερό βήξιμο, απαράλλαχτα όπως κάνη σβύνοντας τ' αναμμένο κάρβουνο στο νερό.

Η Παυλίνα έκανε χάζι το μικρό συνεφάκι που ανέβαινε απάνω απ' την περαστική σκιά κ' ύστερα έσβυνε και σκορπούσε σαν να μην ήτανε. Ίσως να τον αγάπησε και γι' αυτό. Ποιος ξέρει; Η Παυλίνα είχε μια μεγάλη κούκλα, που, λίγα χρόνια πριν, ήτανε ίσα με το μπόι της.

Κατεκλίθη, και ο ιατρός, αφού τον είδε, είπε κρυφά εις την Μπέλλαν την αλήθειαν . ο Αντωνέλλος ήτο εις τα τελευταία του . . . Η Μπέλλα έκλαυσε, αλλ' έκρυψε τα δάκρυά της και εκάθησε κοντά στο προσκέφαλό του. Ο Αντωνέλλος έσβυνε χωρίς αγωνίαν· μία γαλήνη ήτο χυμένη εις το πρόσωπόν του, γαλήνη ύπνου, όστις έμελλε να είνε αίώνιος.

Έχ' απάν' κουνίσματα, έχει απάν' 'κουνίσματα! Να σας φέρω κι' άλλα, κι' άλλα, όσα θέλετε, όσα θέλετε! Και τας απεδίωκε. Κ' εκείναι υπείκουσαι εις την βίαν έφευγον σιγά-σιγά με τα ραβδάκια των, ρίπτουσαι βλοσσυρόν γεροντικόν βλέμμα επί του επιτρόπου. Το δεύτερον ελάττωμα του κυρ-Μανωλάκη ήτο ότι έσβυνε πολύ ταχέως τα κηρία, θέλων να ωφελήση την εκκλησίαν.

Αποτότε κ' ύστερα, καθετόσο ο παπάς, που επήγαινε να διαβάση στο κοιμητήρι, σαν εδιάβαινε από του Λίακα τον τάφο μπροστά, έβλεπε στην ίδια θέση πάντα, το ίδιο σκυλί, κατακόκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Τήραε τον παπά άγριο, άνοιγε το στόμα του να γρούξη, έδειχνε τα φοβερά του δόντια απειλητικά, και γένεται άνεμος κ' έσβυνε, γένεται μπουχός κ' εχάθη.