United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ευχαρίστως! είπεν ο βοσκός, και εμβήκεν εις τον σάκκον· ο δε μικρός Κλώσος τον έδεσεν, επήρε το ραβδί του και υπήγεν εμπρός με τα πρόβατα. Μετ' ολίγον ο μεγάλος Κλώνος εβγήκεν από την εκκλησίαν, επήρε τον σάκκον εις τον ποταμόν, εκεί όπου ήτο πλατύς και βαθύς, και έρριψε μέσα τον σάκκον, εις τον οποίον εκείνος ενόμιζεν ότι έχει δεμένον τον μικρόν Κλώσον. — Καλά είσαι εκεί κάτω! εφώναξε.

Εφόρει πολύτιμον φουστάνι εξ ατλαζίου χρώματος ερυθρούφωτιά μοναχήεις το κάτω μέρος του οποίου ήτο προσηρμοσμένος πλατύςτριών σπιθαμώνποδόγυρος εκ χρυσής στόφας το χρυσοκέντητον βελούδινον μπαμπουκλί της ήτο εζωσμένον διά χρυσής πλατείας ζώνης, πορπουμένης διά χρυσών πορπών σχήματος παμμεγίστου αμυγδάλου με γλυφάς και παραστάσεις ανθέων και φυτών.

Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Τα μάτια της αγαπημένης μου είναι ο πιο πλατύς Ωκεανός. Και μέσα στα βάθη του πλέει άφθαστο ένα χρυσοπράσινο νησάκι. Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Και η πλατειά θάλασσα στέρεψε κάτω απ' τα πόδια τους. Οι δυο αγαπημένοι ξαπλώθηκαν απάνω στη μαλακιά χλόη.

Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος. — Και τα δικά σου. — Πού είμαστε; — Δεν ξέρω. — Δεν ακούς; — Ακούω. Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι. Ο ανθρώπινος πόνος

Να τος όμως που ανεβαίνει το μονοπάτι σέρνοντας στο πλάι, σαν να ήταν σκυλί, το σκονισμένο του ποδήλατο. Φτάνει λαχανιάζοντας λες και έρχεται από την άλλη άκρη του κόσμου και αφού πέταξε από μακριά μια σακούλα στον υπηρέτη ξαπλώνει στη γη φαρδύς πλατύς σαν πεθαμένος.

Κανείς δεν το ξαίρει ακόμα αυτό το δυστύχημα· βρέθηκα μονάχη μου εδώ μέσα. Έπεσε απάνω στα χέρια μου. Να, κοιτάχτε τον πώς είνε ξαπλωμένος μακρύς πλατύς στην πολυθρόνα. ΜΠΕΛΙΝΑ Δόξα σοι ο Θεός! Εγλύτωσα πεια απ' αυτό το βάρος. Τι βλάκας που είσαι, Τουανέττα, να λυπάσαι έτσι για ένα τέτοιο θάνατο! ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ενόμιζα, κυρία μου, πως έπρεπε να κλαίω. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάψε, πάψε, δεν αξίζει τον κόπο.

Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια.

Κάλλιο να ξεσπιτωθούμε μεις παρά συ, αγαπημένη. Για με τι σημαίνει εδώ ή άλλου; Ο κόσμος είνε πλατύς κι ο άνθρωπος που θέλει να ζήση μπορεί να το κάμη όπου κι αν βρεθή. Δε λέω· καλά είνε τα περασμένα· διπλασιάζουνε, τι λέω διπλασιάζουνε; πολλαπλασιάζουνε το θάρρος τανθρώπου. Και μάλιστα όταν είνε περασμένα σαν τα δικά μας. Μα και πόσες φορές το χαλαρώνουν!... Να παράδειγμα ο αδερφός μου.

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

Μαζύ του κι' ο Δημήτρης Κρατώνταςτο δισάκκι του κρυμμένα του Δεσπότη Ταγαπημένα λείψανα, σαν να ζητούσε ναύρη Λιγάκι χώμα, ψυχικό, ελεύθερη μιαν άκρη Πα να τα θάψη ο δύστυχος. Τους συντροφεύει ο Κούρμας, Πλατύς ψηλός σαν έλατος κι' ο Πάνος Μεϊντάνης Με το μικρό Χορμόπουλο και με το Σπαθογιάννη. Είδε του Βάλτου το θεριό, το Χρήστο το Μιλλιόνη, Με τη στερνή του την πληγή.