United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εχύθηκα στο βασιλικό καράβι· πότε στην πλώρη πότε στη μέση· στο κατάστρωμα, σε κάθε γωνιά, εφλόγιζα τρομάρα· κάποτ' εσχιζόμουνα, κ' έκαια σε διάφορα μέρη· στο ένα στ' άλλο κατάρτι, στα ξάρτια, έλαμπα ξεχωριστά, και πάλ' έσμιγα κ' εγενόμουνα ένας· του Διός η αστραπές, της τρομερής βροντής η προμηνύτρες, δεν είναι πλια ξαφνιστές και για το μάτι ακατάφθαστες· ο βρόντος, η φωτιά, που έσκαζε από τη θειάφη, εφαίνετο πως πολιορκούσαν τον μεγάλον Ποσειδώνα, κ' έκαναν τα τολμηρά κύματά του να τρέμουν, μάλιστα εσάλευαν τη φοβερή του τρίαινα.

ΛΗΡ Ναι, βασιλεύς απ' την κορφήντα 'νύχια! Πώς τρέμουν όλοι, κύτταξε, το 'μάτι αν γουρλώσω... Αυτόν εδώ τον συγχωρώ. Τι έχει καμωμένον; Μοιχείαν! Πήγαιν' απ' εδώ! Δεν θα σε θανατώσω. Να θανατώνετ' ο μοιχός! Μήπως το ίδιον πράγμα δεν κάμνει κ' η χρυσόμυιγα και ο μικρός σπουργίτης; Ας σμίγουν και ας χαίρωνται!

Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούσθηκεν άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια των φυγάδων. Μα σύγκαιρα άλλα μάτια αγνώτερα και λαμπρώτερα η ανατολή άνοιξεν αντίκρυ και η πλάσις αναγάλλισε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά· παίζουν σμαράγδια στους κάμπους.

Δύο-τρία κοπαδάκια, σκιρτώντα μικρά ψαράκια, μικρούτσικες αθερίνες της Σκιάθου, μας παρηκολούθησαν από του λιμένος. Και σπεύδουν τα καϋμένα, και σείουν της ουρίτσες των ως να τρέμουν μη μας χάσουν. Αραιόνουν, πυκνούνται, αλαργεύουν, σιμόνουν, παρατάσσονται, ανακατόνονται.

Φωτιά σ' όλο ταρχοντικό σου, και φεύγα, Μην κάθεσαι και τα βλέπης. Θα περάση το κακό τους από τα μάτια σου στα σπλάχνα σου και θα τα κάμη κομμάτια. Πήγαινε συ, κι άφησε το Βεζίρη να βάλη φωτιά. Όξω, και χάθηκες! Αχ, σου τόλεγα! μην αργήσης. Άργησες, και τώρα μου σφίγγεις τα χέρια σου. Τρέμουν τα γόνατά σου· γουρλώνουν τα μάτια σου. Πάει, γλυτωμό πια δεν έχεις.

Από τα τώρα οι Φοίνικες άρχισαν να τον τρέμουν, οι Φοίνικες που κατοικούν στην άκρη της Λιβύας στη χώρα την απλόστρωτη κατά τη δύση του ήλιου. Οι Συρακούσιοι κρατούν τα δόρατά τους τώρα κ' οι ασπίδες από ξύλο ιτιάς τα χέρια τους βαραίνουν. Ανάμεσα σ' όλους αυτούς περήφανος ο Ιέρων σαν τους αρχαίους ήρωας αρματωμένος είνε· την περικεφαλαία του τρίχες αλόγου ησκιώνουν.

Σήμερα είμαι ο κοινός κι' ο αλάθευτος προφήτης. Σήμερα ξέρω εκείνα που οι άλλοι τρέμουν να τα πουν. Ωραία κοπέλλα, στην άσπρη αυγή του γέλιου σου βλέπω τον Άδη των δοντιών που θα λείψουν. Ωραία γυναίκα! Στο μουσικό περπάτημά σου βλέπω την ποδάγρα που θα σε βυθίση στην πολυθρόναόταν σαλεύοντας το κάτω σαγόνι, πολύ γρηά, θα παραπονιέσαι χωρίς ν' ακουστής. Έφηβε!

Εν καιρώ ειρήνης πάλιν συ θ'ανήκης εις το λαϊκόν κόμμα και εις την συνέλευσιν του λαού θα είσαι τύραννος των πλουσίων, οι οποίοι θα σε φοβούνται και θα σε τρέμουν και με διαφόρους παροχάς θα προσπαθούν να σ' εξευμενίσουν.

Τρέμουν τα πόδια σου.» «Πρέπει να πηγαίνω.» «Έφις, άκουσέ με. Μην σου κακοφαίνεται για ό, τι σου είπα. Έτσι είναι, δεν μπορώ, πίστεψέ με. Ξέρω ότι αυτό σε δυσαρεστεί, αλλά δεν μπορώ. Μην πεις τίποτε στην Έστερ και πήγαινε, αφού θέλεις να φύγεις. Εάν όμως νοιώσεις άσχημα, γύρισε. Να θυμάσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σουΈριξε το δισάκι επάνω στους ώμους του και βγήκε.

Όλο το τοπίο έχει μιαν ιερή όψη και ο Λυτρωτής σταματάει το πέταγμα επάνω στον πιο ψηλό βράχο, με το σταυρό να τινάζει τους μαύρους βραχίονές του στο χρυσαφένιο θόλο του ουρανού. Και ο Έφις γονατίζει αλλά δεν προσεύχεται, δεν μπορεί να προσευχηθεί, ξέχασε τα λόγια. Τα μάτια του όμως, τα χέρια του που τρέμουν, όλο του το σώμα που αναταράζεται από τον πυρετό, όλα είναι μία προσευχή.