United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πρόσωπον τούτο εφόρει πυκνόν πέπλον, μακρόν και ποδήρη, μεταπλάττοντα ου μόνον την μορφήν, αλλά και το σχήμα του σώματος και το ένδυμα. Ούτε αν ήτο ανήρ η γυνή ηδύνατο να διακρίνη ο Μάχτος. Οποία μετημφιεσμένα όνειρα!

Και ιδού επί άρματος ανοικτού, συρομένου υπό τεσσάρων ίππων της Ιουδαίας και άνευ ουδενός άλλου, ειμή δύο τερατωδών πυγμαίων παρά τους πόδας του, ο Καίσαρ. Εφόρει λευκόν χιτώνα και τήβεννον χρώματος αμεθύστου, όστις καθίστα το πρόσωπόν του υποκύανον. Από της αναχωρήσεώς του εκ Νεαπόλεως είχε παχυνθή απαισθητώς.

Και επειδή ο Κοπριάς στην πόρτα είχε φθίση κ' εχτύπαγε με βιάσι, πέρασα της παντούφλες της, όπου αυτή εφόρει, κι' αυτό το πανωφόρι. . . Μα τώρα πού να βρη κάνεις καλή μεριά να χέση; Έ, νύχτα,—όπου κι' αν σταθής πάντα θα βρης μία θέσι• όπου κι' αν χέσω δηλαδή κανένας δεν με βλέπει.

Ο κόσμος έλεγε το κοντό και το μακρύ του, αλλ' οι νεόνυμφοι διήρχοντο εν ερωτική αγάπη τας ωραίας μετά τον γάμον ημέρας, την Κυριακήν και τας άλλας εορτάς μεταβαίνοντες το βράδυ εις το πλησίον εκείνο κτήμα, την αρχήν του έρωτος και του γάμου. Πόσον ωραία εφόρει την νυμφικήν εσθήτα η λυγηρά νεόνυμφος Κυρατσούλα.

— «Σιώπα». Και ήρχισε πάλιν εκείνη να λέγη πόσον την είχεν εξευτελίση, όταν υπήγε μίαν ημέραν εις το Γαλαάδ, διά να συνάξη βάλσαμον. «Εις τας όχθας του ποταμού, πολλαί έπλυνον τα φορέματά των. Εκεί πλησίον, εις ένα μικρόν βουνόν, είς άνθρωπος ελάλει. Γύρω εις την μέσην του εφόρει δέρμα καμήλου, η δε κεφαλή του ωμοίαζε με κεφαλήν λέοντος.

Όσον άπειρος των πραγμάτων του κόσμου και αν ήτο ο Μάχτος, τω εφαίνετο, ότι τα πράγματα άτινα έβλεπε και ήκουε δεν ήσαν συνήθη, και μυστήριόν τι εκρύπτετο όπισθεν του προσωπείου, όπερ εφόρει ο ξένος. Ο Μάχτος εβασάνιζεν επί πολλήν ώραν την κεφαλήν του και την φαντασίαν του, προσπαθών να διίδη τι εν μέσω του σκότους, του εκτεινομένου προ των οφθαλμών αυτού. Εις μάτην. Ουδέν κατώρθου να μαντεύση.

Προς τούτο είχεν έν ζεύγος από λευκοτάτας εμβάδας, τας οποίας εκεί επάνω μόνον εφόρει. Ανέβαινε με τας συνήθεις γόβας της έως το κεφαλόσκαλον, τας άφηνεν εκεί και εφόρει τας ιδιαιτέρας εμβάδας ή κουντούρες.

Ο γερο-Στεφανής εφόρει πανωβράκι τσόχινον, το οποίον είχεν από τριακονταετίας, και δεν το είχε φορέσει περισσότερον από πέντε φοράς εις όλην την ζωήν του.

Κατεδίωκε με τα σκώμματά του προ πάντων εκείνους οίτινες εφιλοσόφουν προς επίδειξιν και όχι χάριν της αληθείας• ιδών δε ένα Κυνικόν, όστις εφόρει φιλοσοφικόν τρίβωνα και είχε πήραν, αλλ' αντί βακτηρίας εκράτει γουδοκόπανον και εκραύγαζε λέγων ότι είνε οπαδός του Αντισθένους, του Κράτητος και του Διογένους, Μη ψεύδεσαι, του είπε, διότι είσαι μαθητής του Υπερίδου.

Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς εκείνης αναβολής.