United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία επισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις τους γνωρίμους και φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και ο Κύριος Παρδαλός, έχον ούτω: «Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την Κυρίαν Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την οικίαν των την Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας».

Εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακήν πρωί, και μόνον προ της θύρας του μικρού καφενείου του Γιάννη του Βλάχου, βιαστικά επερνούσε, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν, εφώναζε τον Αντώνην, τον υιόν του καφετζή·Πάτερ Αβραάμ! . . . πέμψον Λάζαρον! . . . Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ' ένα ποτηράκι ρακί το θέρος, ή ρώμι τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον.

Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα.

Τώρα, — προχωρώ βλέπεις κατά τάξιντι κάμνει το Φάληρον; Το Φάληρον ήρχισε τας πανηγύρεις του την προχθές Κυριακήν.

Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιoύ του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γυιό που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνη ακόμη όσο ναντροπατήση!

Ηκούσθη ότι γίνονται φυλακισμοί και δημεύσεις και σφαγαί εις Κωνσταντινούπολη, ότι πολλοί εκ των προκρίτων του γένους απεκεφαλίσθησαν. Την Κυριακήν του Πάσχα, εμάθομεν ότι εθανατώθη και ο μέγας Διερμηνεύς, ο Μουρούζης, ο δε τρόμος των αλλεπαλλήλων τούτων ακουσμάτων επέρριπτε πέπλον πένθους εις τα ευφρόσυνα της Αναστάσεως τροπάρια. Μετ' ολίγας ημέρας διεδόθη φοβερά και καταπληκτική αγγελία.

Πηγαίναμε κι' εμείς ς' την Πόλι, αλλά εκυττάζαμε να φερθούμε σαν καραβοκυρέοι. Όχι ολοένα ς' της φάμπρικαις! Την Κυριακήν το πρωί θα πηγαίναμε ς' την Εκκλησία, ν' ακούσωμεν την Λειτουργίαν μας.

Με πόσην λύπην ήκουεν η Ανθούλα κάθε Κυριακήν το βράδυ το ξημερώνει αύριον Δευτέρα! Αφού έπαιζεν όλο το απόγευμα του Σαββάτου και όλην την Κυριακήν, της ήτο πολύ βαρύ ν' ανοίξη την Δευτέραν το βιβλίον της· διότι πρέπει να σας ειπώ ότι η Ανθούλα δεν αγαπούσε διόλου τα γράμματα. Η ευφυία δεν της έλειπεν, απ' εναντίας ήτο εξυπνοτάτη αλλά δεν ηγάπα να κοπιάζη.

Θα έλθουν την Κυριακήν, μετά τέσσαρας ημέρας. — Πολύ καλά, είπεν ο μαυριδερός αρχηγός, εγερθείς εν θορύβω των όπλων του.

Αλλά μίαν Κυριακήν τον συνήντησε καθ' οδόν ο Αστρονόμος, και μειδιών του είπε: — Για 'πε αλεύρι, Μανωλιό! — Αλεύρι. — Ο Τερερές σε γυρεύγει. Ο Μανώλης εκοκκίνισε. — Κ' εγώ τόνε γυρεύγω, είτε, μα φοβάται και χώνεται. — Να σου πω, είπε προσποιούμενος σοβαρότητα ο Αστρονόμος, μην το παίρνης αψήφιστα το πράμμα. Ο Τερερές είνε κακός ... — Δεν τονε φοβούμαι.