United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο χήρα από είκοσιν ετών κ' εφόρει τα μαύρα καθαρά-καθαρά. Ιδίως η μαύρη μανδήλα της εγυάλιζε πάντοτε ως νεοβαφής.

Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας.

Ελησμόνησα να σημειώσω ότι ο στρατιώτης Πασχαλάκης εφόρει ξίφος μακρόν και μανδύαν ταγματάρχου, ίσως εξ εκείνων οίτινες εσπάρησαν υπό τινων αξιωματικών μας εις την Θεσσαλίαν. Αληθώς τοιούτος πόλεμος δεν ηδύνατο ή να παράσχη οπωσδήποτε ύλην εις κωμικόν θέατρον και τοιούτον θέατρον.

Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κ' εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω, ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλε με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμωΕίτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος: &Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια......&

Έπλεεν εξ ανατολών κ' επλησίαζε προς τον έρημον βράχον, εις το άσυλόν της. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη σκίρτημα ελπίδος μέσα της. Εκρύβη όπισθεν της κορυφής του βράχου, διά να κατοπτεύση και ίδη αν θα εγνώριζε τους επιβαίνοντας. Όταν η φελλούκα επλησίασεν, είδεν ότι είς εκ των τριών επιβατών της, όστις έσυρε την «συρτήν» από της πρύμνης, εφόρει στρατιωτικήν στολήν.

Μετεχειρίζετο δε τας τριήρεις ταύτας κατά την περίστασιν· εισήλθεν όμως διά ξηράς εις την Συρίαν, συνεπλάκη με τους αντιπάλους του εις την Μάγδολον, τους ενίκησε και εκυρίευσε μετά την μάχην την Κάδυτιν μεγάλην πόλιν της Συρίας. Τα δε ενδύματα τα οποία εφόρει κατ' αυτόν τον πόλεμον τα αφιέρωσεν είς τον Απόλλωνα και τα έπεμψεν εις τους Βραγχίδας των Μιλησίων.

Επειδή δε ήτο κατεσκευασμένος κατά την παροιμίαν πολυτεχνίτης και ρημοσπίτης, μόνος τουήξευρε και ολίγην μαραγκωσύνηνεπιδιώρθωσε την λέμβον, χαρίσας την πίπαν εις τον δασοφύλακα, όστις τον άφησε να κόψη κρυφά εκ του δάσους δύο πεύκα, και εκράτησεν αυτός μόνον το κασκέτο, το οποίον εφόρει πάντοτε, επωνομασθείς διά τούτο «Ολλαντέζος». Πλην δεν ήτο διόλου τυχηρός ως κυβερνήτης.

Μετ' ολίγον ηκούσθησαν άλλα βήματα ξένος ιππεύς ήρχετο εις το λαγκάδι διά να ποτίση τον ίππον του. Εφόρει μαύρο σκουφάκι εις την κεφαλήν, μεϊντανογέλεκα από λευκό σαγάκι, κεντημένα με μαύρα σειρήτια, υποκάμισον με χειρίδας ανοικτάς, κοντήν και λερήν φουστανέλλαν, και τσαρούχια εις τους πόδας. Από του σελαχίου του προέκυπτον κοκκαλίνη λαβή μαχαίρας και ολίγον το κοντάκι πιστολιού.

Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν; Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του.

Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή, 'Σάν μια παρθένα λατρευτή, Που την χρυσόν' η νιότη, Κοντάτο γλυκοχάραγμα, Που τα βουνά γελούνε, Πέφτει της νύχτας η δροσιά, Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά, Να γλυκοκελαϋδούνε. Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα 'Κοιμώντανε μια κόρη, Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή. Πούχε την κόμη καστανή, Και κάτασπρα εφόρει. Έν αηδόνι έξαφνα 'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.