United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ήτον ίσως βάλσαμον αυτός ο ύπνος τώρατον κλονισμένον του τον νουν. Πώς νάλθη θεραπεία, εάν και περιποίησις κι' ανάπαυσις του λείπη; Βοήθησέ με συ εδώ να τον ανασηκώσω, Μαζί μας έλα. ΓΛΟΣΤ. Γρήγορα. Ελάτε! μην αργείτε! ΕΔΓΑΡ Όταν πονούν, καθώς ημάς, και οι καλλίτεροί μας, μας φαίνετ' ελαφρότερος ο ιδικός μας πόνος.

ΙΑΤΡΟΣ Να είσαι εις το πλάγι του την ώραν που 'ξυπνήση, Θα είναι ήσυχος. ΚΟΡΔ. Καλά. ΙΑΤΡΟΣ Έλα εδώ, — κοντά του. Τώρα ας παίξη η μουσική. ΚΟΡΔ. Πατέρ' αγαπητέ μου, το ιατρικόν του πάθους σουτα χείλη μου ας ήτον, και βάλσαμον ας έσταζεν από το φίλημά μουτα βάσανα, πού σ' έφεραν αι δύο αδελφαί μου! ΚΕΝΤ Κόρη καλή κι' αγαπητή!

Απεμακρύνθην από το καίον μέταλλον, προσεγγίζων προς το κέντρον της φυλακής μου. Απειλούμενος να καώ εσκέφθην την δροσιάν του φρέατος και η σκέψις αυτή ήτο διά την ψυχήν μου βάλσαμον. Έτρεξα προς το στόμιον του φρέατος και εβύθισα τα μάτια μου έως τον βυθόν. Η λάμψις της πυρομένης οροφής εφώτιζεν αυτό καθ' όλας τας διευθύνσεις του.

Αφού επέθηκε την ασπίδα επί του στήθους της λέγει: «Δεν βλέπεις το βρέφος το οποίον έχω εις το στήθος, Που θηλάζει την τροφόν διά να την αποκοιμίση; Γλυκύ ως βάλσαμον, ελαφρόν ως αήρ και τερπνόν ως... Ω Αντώνιε, Αντώνιε

«Χαίρε, μονάρχα των μοναρχών και βασιλεύ των βασιλευόντων! είπεν ο πρεσβύτερος. Χαίρε, δέσποτα του κόσμου, προστάτα του λαού εκλεκτέ! Χαίρε, Καίσαρ, λέων εις τους ανθρώπους, ω συ, του οποίου η βασιλεία είναι ομοία με το φως του ηλίου και με τας κέδρους του Λιβάνου και με πηγήν ζώντος ύδατος και με βάλσαμον της Ιεριχούς! Χαίρε.» — Κατηγορείτε τους χριστιανούς ότι έκαυσαν την Ρώμην; είπεν ο Καίσαρ.

Εις το μέσον ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.

Η ερημία είναι διά την καρδίαν μου πολύτιμον βάλσαμον εις αυτήν την παραδείσιον χώραν, και αύτη η την νεότητα αποπνέουσα ώρα θερμαίνει με κάθε αφθονίαν την καρδίαν μου, που συχνά ριγεί. Κάθε δένδρον, κάθε θάμνος είναι δέσμη ανθέων, και θα επιθυμούσε κανείς να γίνη πεταλούδα, διά να δύναται να πετά εις το πέλαγος των ευωδιών, και να ευρίσκη εκεί κάθε τροφήν του.

Και όταν εφθάσαμεν εις το σπήτι η γραία μου έβαλε το άνωθεν βάλσαμον και μου έδεσε την πληγήν· έπειτα επλάγιασα εις το κρεββάτι με το μάγουλον δεμένον. Το βράδυ όταν ήλθεν ο άνδρας μου, βλέποντάς με έτσι με ερώτησε την αιτίαν· εγώ του εύρον διάφορες προφάσεις, διότι μου εφαίνετο απαίσιον να του ειπώ την αλήθειαν· αλλά δεν ηδυνήθην να τον καταπραΰνω με κανένα τρόπον· τόσον ωργίσθη εναντίον μου.

— «Σιώπα». Και ήρχισε πάλιν εκείνη να λέγη πόσον την είχεν εξευτελίση, όταν υπήγε μίαν ημέραν εις το Γαλαάδ, διά να συνάξη βάλσαμον. «Εις τας όχθας του ποταμού, πολλαί έπλυνον τα φορέματά των. Εκεί πλησίον, εις ένα μικρόν βουνόν, είς άνθρωπος ελάλει. Γύρω εις την μέσην του εφόρει δέρμα καμήλου, η δε κεφαλή του ωμοίαζε με κεφαλήν λέοντος.

Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον; Ποτήρι; Σ' εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι! Όλον το 'πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ' εμένα σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει, και με το βάλσαμον αυτό 'μπορέσω ν' αποθάνω. Είναι τα χείλη σου ζεστά! ΦΥΛΑΞ, έξωθεν. Οδήγει μας. Πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.