United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούοντάς το ο βασιλεύς εθαύμασε διά την θυσίαν, που του επρόσφερεν ο βεζύρης και του λέγει· πόθεν εκινήθης εις τούτο; Απεκρίθη ο βεζύρης· εξ ιδίας της θελήσεως, ω βασιλεύ, αυτή μου εζήτησε ταύτην την χάριν και επροτίμησε να γίνη μίαν νύκτα νύμφη του βασιλέως παρά να ζήση· η δυστυχισμένη της τύχη εις τούτο την κατήντησε.

Εν τούτοις σκεφθήτε, εξετάσατε τι είναι ασφαλέστερον διά τον οίκον μου και δι' υμάςΟι μάγοι απεκρίθησαν· «Ω βασιλεύ, και ημείς επίσης φροντίζομεν μεγάλως να διατηρήται η βασιλεία σου, διότι εάν περιέλθη εις το παιδίον τούτο το οποίον είναι Πέρσης, τότε αποξενούται, και ημείς οι Μήδοι γινόμεθα δούλοι και ευκαταφρόνητοι ως ξένοι.

Σταμάτησε, ω Βασιλεύ, εφώναξα τότε εγώ· φυλάξου από το να μεταχειρισθής με τέτοιον τρόπον μίαν θυγατέρα βασιλέως· ο ζηλότυπος θυμός σου ας φέρη σέβας εις το βασιλικόν αίμα, από του οποίου αυτή κατάγεται.

Είχεν υιόν περί του οποίου ωμίλησα προ ολίγου, καλόν μεν κατά τα άλλα, πλην άλαλον. Κατά τον καιρόν της ευτυχίας του ο Κροίσος ουδέν παρημέλησε διά να τον θεραπεύση· ιδίως δε ένεκα τούτου ηρώτησε το μαντείον των Δελφών, και η Πυθία απεκρίθη τα εξής· «Ω Λυδέ, βασιλεύ πολλών, ω Κροίσε ανοητότατε.

Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να μην είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το ξαναβεβαιώνω· και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου.

Αλλ' ο Σόλων, χωρίς να τον κολακεύση παντάπασιν, αλλά λέγων την αλήθειαν, απεκρίθη· «Ο Τέλλος ο Αθηναίος, βασιλεύΕκπλαγείς ο Κροίσος διά την τοιαύτην απόκρισιν, τω είπε με περιέργειαν· «Πόθεν εικάζεις ότι ο Τέλλος είναι ο ευδαιμονέστατος των ανθρώπων;» Ο δε Σόλων απεκρίθη· «Πρώτον διότι ο Τέλλος, ζων εις ευτυχούσαν πατρίδα, εγέννησε παίδας ωραίους και εναρέτους, και εξ όλων τούτων είδε να γεννηθώσι τέκνα τα οποία έζησαν όλα· δεύτερον διότι και κατάστασιν αρκετήν είχε δι' Έλληνα ενόσω έζη και η τελευτή του βίου του εγένετο λαμπροτάτη.

Και συ, μεγάλε βασιλεύ, το άδικον να κάμω δεν θέλωτην φιλίαν μας, να σε παρακινήσω την θυγατέρα που μισώ γυναίκα να την πάρης. Να στρέψης την αγάπην σου εκεί οπού τ' αξίζει, και όχι ς' ένα σίχαμα, που τώχει εντροπήν της κ' η φύσις πως την έπλασε!

Τότε ο δήμιος με επιδεξιότητα απεκεφάλισε τον ιατρόν, και έθεσε την κεφαλήν του επάνω εις τον δίσκον, και ευθύς εσταμάτησε το αίμα και έμειναν εκστατικοί, ό,τε βασιλεύς και οι παρεστώτες, βλέποντες την κεφαλήν ν' ανοίγη τα μάτια, και αρχίζοντας να ομιλήση είπε· βασιλεύ άνοιξε το βιβλίον.

Εις ταύτην την προσταγήν εγέλασαν οι αξιωματικοί. Ο βασιλεύς θυμωθείς διά την αυθάδειάν τους, ήτο έτοιμος να τους παιδεύση, αλλ' επρόλαβαν ευθύς· κραταιότατε βασιλεύ, παρακαλούμεν την βασιλείαν σου να μας συμπαθήσης.

Ο βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη.