United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδούσα η Αϊμά ότι απέτυχε το άκρως αφελές εκείνο μέσον, εσκέφθη να μεταβή εις τον οίκον του αγρότου, και να παρακαλέση την μητέρα των δύο οχληρών να περιορίση ολίγον τας κακάς έξεις των. Τω όντι μετά δύο ημέρας μετέβη εις την μικράν έπαυλιν. Η γυνή του χωρικού ήτο ανίκανος όλως να παιδεύση τους δύο μικρούς διαβόλους.

Εις ταύτην την προσταγήν εγέλασαν οι αξιωματικοί. Ο βασιλεύς θυμωθείς διά την αυθάδειάν τους, ήτο έτοιμος να τους παιδεύση, αλλ' επρόλαβαν ευθύς· κραταιότατε βασιλεύ, παρακαλούμεν την βασιλείαν σου να μας συμπαθήσης.

Φεύγε, σε παρακαλώ, το ογληγορώτερον, διά να με σε εύρη η σκληρά και σε παιδεύση. Α! και πώς, κυρά μου, απεκρίθην εγώ, εσύ θέλεις να φύγω και να σε απαρατήσω αβοήθητον; με στοχάζεσαι τόσον αχάριστον; αγαπώ καλύτερα να αποθάνω, παρά να σε αφήσω εις αυτήν την κατάστασιν, χωρίς να σε ελευθερώσω.

Άλλη από μένα δεν ημπορούσε να σε ελευθερώση από τα χέρια της, και με όλον που είμαι αδελφή της, αν αυτή απεικάση πως σε ελευθέρωσα, φοβούμαι να μη με παιδεύση σκληρώς· μα ότι και αν μου ήθελε τύχει δεν το μετανοώ διά το καλόν που σου έκαμα, και θέλω, διά να είσαι περισσότερον υπόχρεως, να σε βοηθήσω εις το να κάμης ευτυχισμένον το βασιλόπουλο, τον φίλον σου.

Εις μίαν τέτοιαν αξιοθρήνητον θεωρίαν, εγέμισα από θυμόν και οργήν· ω ωραία μου Γουλνάζε, εφώναξα, εις τι κατάστασιν σε ευρίσκω; ποία βάρβαρα χέρια ημπόρεσαν να σε φορτώσουν αυτά τα σίδερα; Αχ, αγαπημένε μου Σειρμώγ, μου απεκρίθη αυτή· είσαι εσύ εκείνος, που βλέπω; ποία κακή τύχη σε εμετάφερεν εδώ; αλλοί εις εμέ θέλεις γένει ογλήγωρα και εσύ θυσία της σκληράς αδελφής μου· εκατάλαβεν αυτή πως σε ελευθέρωσα, και διά να με παιδεύση, με έβαλεν εις τούτες τες αλυσίδες, και ευρίσκομαι εδώ από εκείνον τον καιρόν που σε ελευθέρωσα· μα εκείνο που με θλίβει περισσότερον είναι ο κίνδυνος εις τον οποίον ευρίσκεσαι και του λόγου σου.

Μα ετούτος ο Κριτής αντίς να έλθη να τον γυρέψη διά να τον παιδεύση, του έκαμε μίαν μεγάλην προσκύνησιν και του λέγει με χαροποιόν πρόσωπον. Αυθέντη, το μετζίλι που εστάλθη εις την Κογέντα εγύρισε συντροφιασμένον με έναν οικιακόν του Μασούδ πατρός σου, ο οποίος σου στέλνει σαράντα καμήλια φορτωμένα από διάφορες πραγματείες.

Τέλος πάντων την ερχομένην ημέραν ο Φακύρης εδείχθη πολλά διαφορετικός και μετανοημένος διά το σφάλμα που την απερασμένην νύκτα έκαμε, και με εβεβαίωνε πως ήτον πολλά περίλυπος διά την σύγχυσιν που μου έδωσε· και διά να παιδεύση την αυθάδειάν του, μου έταξε διά να μισεύση ευθύς από εκείνην την χώραν, και μου ωμίλησε με ένα τρόπον που έμεινα πολλά συντριμμένος.

Έταξα να ακολουθήσω καταλεπτώς την ερμηνείαν της Γουλνάζε, η οποία μου έδωσε την σκόνιν, και την προσευχήν γραμμένην που έμελλα να ειπώ εις το άρρωστον βασιλόπουλον, και με απέστειλε λέγοντάς μου· μίσευσε ογλήγορα πριν φθάση η αδελφή μου, και μας παιδεύση και τους δύο, διά το να της εχάλασα την μαγείαν.

Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον να τον λαβώσωμεν.

Εγώ του τ' αρνήθηκα· και αυτός διά να με παιδεύση με έκλεισεν εις τούτο το χάλκινον αγγείον σφραγίζοντάς το με την βούλλαν του και επρόσταξε να ρίξουν το αγγείον εις την θάλασσαν διά παντοτεινά· και όντας εγώ μέσα εις ταύτην μου την φυλακήν ώμοσα μεθ' όρκου, ότι όποιος ήθελε με ελευθερώσει, προτού να τελειώση ο πρώτος αιώνας της φυλακής μου, να τον πλουτίσω επί ζωής του και μετά θάνατον· και πέρασεν ο πρώτος αιώνας χωρίς να ενεργήση κανείς προς με αυτήν την ευεργεσίαν· εις το αναμεταξύ του δευτέρου αιώνος ώμοσα, ότι οποίος με ελευθερώση να του ανοίξω τους θησαυρούς της γης, αλλ' επέρασε και ο δεύτερος χωρίς να ιδώ φως ελευθερίας.