United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κηδεστής. — Ο ανήρ οφείλει ν' αγαπά την γυναίκα του· και τότε η Δάμαρ οφείλει υπακοήν εις τον άνδρα. Πενθερά. — Πάντοτε ημείς αι γυναίκες τα πταίομεν όλα· η νύμφη μου αμαρτάνει τώρα. Δεν βλέπω εις τι πταίει ο Πόσις. Δάμαρ. — Οφείλουν αι γυναίκες υπακοήν εις τους άνδρας. Κηδεστής. — Κατ' εμήν γνώμην, ο Πόσις πρέπει να τεθή υπό κηδεμονίαν· προς τούτο συνήλθομεν.

Σα δω τίποτις τέτοιο, καμαρώνω και λέω· «Μπράβο του! Να που ο τάδες έβγαλε κ' ένα καλό βιβλίο. Προτιμώ μάλιστα να βρέθηκε κανένας άλλος να το γράψη, κι ο ίδιος να γλυτώσω από τον κόποΔιά τας κυρίαςΚαι πώς την ευρήκατε την Αθήνα; — Όμορφηόμορφη! — Τι σας ήρεσε περισσότερον; — Όλα· ο ουρανός, οι δρόμοι, τα σπίτια. Μα δεν είναι κ' η Ακρόπολη; Αφτό πια θα έφτανε και μόνο του.

Καθ' ην στιγμήν ο στόλος ανεχώρει διά την Σάμον απεστάτησαν οι Βαβυλώνιοι καλώς προητοιμασμένοι καθ' όλα· διότι από της εποχής του μάγου, της συνωμοσίας των επτά και των ταραχών αίτινες επηκολούθησαν, παρεσκευάζοντο διά την πολιορκίαν χωρίς να τους εννοήση κανείς.

Αυτό δεν έχει να κάμη· αφού είσαι επιστήμων, δεν είναι ανάγκη να γνωρίζης τα πάντα; — Όχι, μα τον Δία, αφού αγνοώ τόσα άλλα πράγματα. — Αι λοιπόν, εάν είναι κάτι που να μην το γνωρίζης, θα ειπή πως δεν είσαι επιστήμων. — Εκείνου που δεν γνωρίζω, φίλε μου. — Μήπως τάχα με αυτό θα είσαι ολιγώτερον ανεπιστήμων; και μολαταύτα προ ολίγου μας εβεβαίωσες ότι είσαι επιστήμων, και τοιουτοτρόπως ευρίσκεται, συγχρόνως και υπό την αυτήν έποψιν, ότι είσαι εκείνο που είσαι, και πάλιν ότι δεν είσαι. — Πάει καλά, Ευθύδημε, και χρυσά είναι τα λόγια σου· πως λοιπόν κατέχω εκείνην την επιστήμην, που εζητούσαμεν; επειδή φυσικά, καθώς μας εδίδαξες, είναι αδύνατον το ίδιον πράγμα να είναι συγχρόνως και να μην είναι· ούτως ώστε, εάν γνωρίζω ένα πράγμα, τα γνωρίζω όλα· διότι δεν ημπορεί να είμαι επιστήμων συγχρόνως και ανεπιστήμων αφού δε τα γνωρίζω όλα, κατέχω επομένως και εκείνην την επιστήμην· αυτός είναι ο συλλογισμός που κάνεις, και αυτή είναι η σοφία που ανεκάλυψες;

Αδύνατον είνε να τ' αριθμήση τις όλα· τι δ' άλλως ήθελεν ωφελήσει και η απαρίθμησις; Να προφυλάξη τους καταναλωτάς; αλλ' οι πλείστοι των καταναλωτών τούτο ιδίως θέλουσι· να σιτίζωνται αέρα και να φαίνωνται τρώγοντες ουσίαν, να ενδύωνται ψεύδος και να υπολαμβάνωνται περιβεβλημένοι αλήθειαν.

Κ' η Χλόη του τα ιστορεί όλα· την τρεχάλα της στο Δόρκωνα· το συνήθιο των βοϊδιών· πώς την ορμήνεψε να παίξη το σουραύλι και ότι πέθανε ο Δόρκωνας· μόνο από ντροπή για το φιλί δεν είπε. Αποφασίσανε λοιπόν να τιμήσουνε τον ευεργέτη τους· κι αφού πήγανε με το συγγενολόι τους, θάφτουνε τον άμοιρο το Δόρκωνα.

Και λοιπόν; Ποίαι, λέγεις, ήσαν αι ομιλίαι σας; Φαίδων. Θα προσπαθήσω να σου τα διηγηθώ όλα· διότι ίσα ίσα εξακολουθητικώς και τας προηγουμένας ημέρας εσυνηθίζαμεν να ερχώμεθα και εγώ και οι άλλοι πλησίον του Σωκράτους, συναθροιζόμενοι από το πρωί εις το δικαστήριον, μέσα εις το οποίον έγινε και η δίκη· διότι ήτο πλησίον της φυλακής.

Είπε, κ' η γραία λέβητα, λαμπρόν ποδολουτήρα, επήρε, κ' έβαλε πολύ ψυχρό νερό, κατόπι ζεστό· κείνος εκάθιζε μακράν απ' την γωνίστρα, και προς το σκότος στράφη ευθύς, ότι του εμπήκε φόβος μη κείνη, ενώ τον έψαχνε, το λάβωμα γνωρίση 390 και γνωσθούν όλα· εσίμωσεν η γρηάτον κύριόν της κ' ενόησ', ως τον ένιβε, το λάβωμ', οπού χοίρος με λευκό δόντι του 'καμετον Παρνασό, 'που νέος εβγήκε τον Αυτόλυκο να ιδή, και τους υιούς του, μητρικόν πάππον του λαμπρόν, 'ς τον όρκο, 'ς την απάτη, 395 πρώτον απ' όλους τους θνητούς· τον είχ' ο Ερμής προικίσει, επειδή του 'καιεν αρνιών καλά μεριά κ' ερίφων, και κείνος τον συνώδευε βοηθός παντού και φίλος. επέρασεν ο Αυτόλυκοςτην κάρπιμην Ιθάκη, και νεογέννητ' εύρηκε παιδί της θυγατρός του. 400τα γόνατά του το 'θεσεν, άμ' είχε αποδειπνήσει, η Ευρύκλεια, και τον έκραξε κατ' όνομα και του 'πε· «Αυτόλυκ', εύρες όνομα συ τώρ' ό, τι θα βάλης εις του παιδιού σου το παιδί το πολυαγαπημένο». Απάντησεν ο Αυτόλυκος· «Κόρη μου και γαμβρέ μου, 405 τ' όνομα τούτ', οπού θα ειπώ, βάλετε του παιδιού σας· εγώ', που τώρ' εδώ 'φθασα, συχναίς έδωσα οδύναις πολλών ανδρών και γυναικώντην γη την πολυθρέπτρα· άρα Οδυσσέας όνομα να λάβη απ' ταις οδύναις· και οπόταν άνδρας έλθη αυτόςτο μέγα της μητρός του 410 παλάτι, εκείτον Παρνασόν, οπ' είναι οι θησαυροί μου, θα λάβη μέρος, και φαιδρόν θα τον ξεπροβοδήσω».

Κι' είθε και συ εν μέσω των άλλων δεσποινίδων ν' αστράπτης μια ημέρα εις όλους τους χορούς, να γίνεσαι το θέμα και συ εφημερίδων, και να στριφογυρίζης εις ευγενών σωρούς. Έλα, καλή μου κόρη, και μες 'στην αγκαλιά μου, τα, πρώτα σου τα χάδια εγώ ας τάχω όλα· ω! τράβα μου τα γένεια και σέρνε τα μαλλιά μου, και κάμε με να χαίρω, μικρούλα μου μαργιόλα.

Μα όταν πια εκείνος την παρακαλούσε κ' επίμενε@ να μάθη και λυπότανε περισσότερο που δεν εμάθαινε παρά αν έμελλε να τα μάθη, του τα διηγιέται όλα· τους γαμπρούς, που ήτανε πολλοί και πλούσιοι· τους λόγους, που η Νάπη, σπουδάζοντας για το γάμο, έλεγε· πως δεν αρνήθηκε ο Δρύαντας, παρά ίσαμε τον τρύγο το είχε αφίσει.