United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περπατεί ακόμα; ρώτησε το κυπαρίσσι φοβισμένο. — Περπατεί... είπε το συννεφάκι και πέρασε. Ολοένα περπατεί... Η γιαγιά ακούμπησε ήσυχα το κεφάλι της στην καρέκλα, πήρε βαθιά την αναπνοή της και σταμάτησε. Έτσι έκανε κάποτε τα νάζια της η γιαγιά και σταματούσε στη μέση του παραμυθιού. Ήθελε χάδια και παρακάλια. Σαν πέρασε λίγη ώρα την εσκούντησα και της χάιδεψα τα γόνατα.

Γιατί τάχατις να είναι τόσο ανήξερες οι γυναίκες; Εμείς αμέσως, με μιας αγαπούμε, σαν την αστραπή που σε καίει πριν ακόμη να σ' αγγίξη. Εκείνες, καιρός τις χρειάζεται, καιρός! Είναι σαν τα λουλούδια η αρχοντιά τους· αγάλια αγάλια· θέλουν ώρα να ξανοίξουνε. Νανουρίσματα και τραγούδια, χάδια μέλι γεμάτα, λόγια γλυκά λόγια, τι ήθελε; να της το δώσω!

Και ωσάν εβγήκαμεν από το καράβι ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον εδέχθη η γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με πολλήν αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους έκαμαν, με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του ωσάν ένα σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε να δεχθούν με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου.

Σπασμωδικά έπιασε ο ένας το χέρι του αλλουνού και τα δάκρυά μας τρέξανε όχι από πόνο, μα από χαρά που ξανακούσαμε τη φωνή της. Από τη στιγμή αυτή ήξερε πως καθόμαστε κει. Από τη στιγμή αυτή κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση είταν κ' ένας αποχαιρετισμός. Όταν άκουγε τη φωνή μας, άνοιγε τα βλέφαρα σαν το Σβεν μια φορά, και μπορέσαμε κ' είδαμε πως μας γνώριζε κ' αιστανότανε τα χάδια μας.

Η ΜΑΝΝΑ. Πούνε τα χρόνια τα παληά σαν τον κρατούσα ίδιο μαλακό κερί στα δάκτυλα και με τα χάδια μου και τα φιλιά που τώδινα, τον έπλαθα λεβέντη, να τόνε χαρή ο κόσμος! ΜΑΝΝΑ Σκληρό γίνεται το παιδί σαν μεγαλώση, ίδιο κληματοβλάσταρο όταν τσαμπί φουσκώση. Η ΜΑΝΝΑ. Το κορμί του μοσκομύριζε στάρι βρασμένο. Στη θεά της σποράς για τούτο αφιερωμένο από τρυφερούδι τώχα τόσο δα.

Ο μάστρο-Παναγής, όταν είχε δουλειές, εις το καλαφατείον, έπαιρνε καλόν ημεροκάματον, πλην είχε περισσότερα κεσσάτια. Τα πολλά παιδιά, η λεχωσιές, η αρρώστειες, οι γιατροί, τα γιατρικά, τους έκαμαν να είνε πτωχοί! Ως τόσον, με πολλά βάσανα και με πολλά χάδια, ουχ ήττον η Ζουγράφω είχεν αναθρέψει το υστερνόν της γέννημα. Το εβύζαξε, το εγαλούχησε, το απέκοψε· το παιδίον ήτο αδυνάτου κράσεως μάλλον.

Αυτή η ομιλία μού εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ.

Αυτός όμως δεν μου έδωκε καμμίαν απάντησιν, ούτε εδείπνησε, αλλ' έπεσε στο κρεββάτι και μου γύρισε τις πλάτες. Και τι δεν έκαμα διά να τον ξεθυμώσω, τι χάδια, τι φιλιά στο σβέρκο, όπως ήταν γυρισμένος προς το άλλο μέρος. Αυτός όμως όχι μόνον δεν εμαλάκωσε, αλλά και περισσότερον εθύμωσε και μου είπε• Αν εξακολουθής να μ' ενοχλής θα φύγω και ας είνε μεσάνυκτα.

Μέσα στη φρίκη και τα δάκρυα εκείνων, όταν θ' ακούνε τα φοβερά μας μαρτύρια, μέσα στα χάδια και τις περιποίησες που θα τους κάνουν, θα ξεχάση καθένας τα βάσανα του· θα πλακώσουν έπειτα τα βιολιά και το κρασί των φίλων και πάει πλέον, ούτε ήταν ούτ' εφάνηκε ο κίνδυνος. Όμως εγώ τίποτε από αυτά δεν επερίμενα. Ούτε γονέους, ούτε στενούς συγγενείς, ούτε φίλους εγκαρδιακούς είχα εκεί.

Αλλά, παρθένος έμεινα εγώ, και θ' αποθάνω παρθένος χήρα... Ω σχοινιά, ελάτε! — Παραμάνα, έλα και συ·την κλίνην μου την νυμφικήν πηγαίνω, να εύρω Χάρου αγκαλιάν αντί Ρωμαίου χάδια. ΠΑΡΑΜΑΝΑτον θάλαμόν σου πήγαινε. Να σε παρηγορήση θα φέρω τον Ρωμαίον σου· 'ξεύρω εγώ πού είναι. Ακούεις; τον Ρωμαίον σου απόψε θα τον έχης. Είναι κρυμμένοςτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου.