United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΑΚΒΕΘ Προς τι 'σάν τον ανόητον εκείνον τον Ρωμαίοντο ιδικόν μου το σπαθί επάνω ν' αποθάνω; Ενόσω βλέπω ζωντανούς, καλλίτερ' ας πληγόνω ξένα κορμιά! ΜΑΚΔΩΦ Γύρνα εδώ, γύρνα, σκυλί του Άδου! ΜΑΚΒΕΘ Εσέν' απ' όλους μεταξύ σ' απέφευγα. Τραβήξου! Μου φθάνει όσον αίμα σου βαρύνει την ψυχήν μου. ΜΑΚΔΩΦ Δεν έχω λόγια! Το σπαθί είν' η φωνή μου.

Κ' αι μυίγαις περισσότερην χαράν, τιμήν και δόξαν απ' τον Ρωμαίον τον πτωχόν θα χαίρωνται, διότι της Ιουλιέτας θα τσιμπούν το μαρμαρένιον χέρι, και παραδείσου μυρωδιάντα χείλη θα της κλέπτουν, 'ς τα δυο της χείλη που γλυκά φιλούν το ένα τ' άλλο, κ' εντρέπονται το φίλημα και σεμνοκοκκινίζουν· αυτά αι μυίγαις θα' μπορούν, πλην όχι ο Ρωμαίος! Εκείνος είν' εξόριστος· αλλού θα ζη εκείνος!

Της λύπης φόρος έπρεπε να ήν' οι σταλαγμοί σας, και κατά λάθος προσφοράν εις την χαράν τους χύνω· διότι ζη ο άνδρας μου, που ήθελ' ο Τυβάλτης να τον σκοτώση· και νεκρός είν' ο εξάδελφος μου που τον Ρωμαίον ήθελε να μου τον θανατώση. Παρηγοριά είν' αυτό· λοιπόν εγώ τι κλαίω; Ω! μία λέξις μ' έσφαξε, χειρότερη ακόμη κι απ' του Τυβάλτη την σφαγήν.

Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και σολοικίζων εις την γλώσσαν άνθρωπος, είπεν• Ο βασιλεύς μ' ετίμησε με την Ρωμαϊκήν πολιτείαν, θέλων να είπη με την Ρωμαϊκήν πολιτογράφησιν. Ο δε Δημώναξ του είπεν• Είθε να σ' έκαμνε μάλλον Έλληνα παρά Ρωμαίον.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δύνασαι να υποκριθής έτι καλύτερον, αλλά και τούτο είνε αρκετόν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μα το ξίφος μου! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και μα την ασπίδα σου! — Ε κάτι καλύτερα, αλλ' όχι τέλειον. Κύτταξε, σε παρακαλώ, Χάρμιον, πόσον αρμόζει ο θυμός εις τον Ηρακλείδην αυτόν Ρωμαίον . ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Σε αφήνω, βασίλισσα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Μίαν λέξιν, φιλόφρων στρατηγέ.

Αλλ' εις ολίγον έρχεται οπίσωτον Ρωμαίον, που τον επήρεν ο θυμός κ' εκδίκησιν γυρεύει, και πιάνονται και πολεμούν 'σαν αστραπή κ' οι δύο. Πριν σύρω έξω το σπαθί κ' εγώ να τους χωρίσω, θανατωμένος έπεσετο χώμα ο Τυβάλτης, κ' εκεί αμέσως στρέφεται και φεύγει ο Ρωμαίος. Εάν σου είπα ψεύματα, να χάνω την ζωήν μου.

Έμελλεν άρα, ν' απολύση την γυναίκα ταύτην, και ούτω να καταστήση Εαυτόν ένοχον αιρέσεως, αντιτιθέμενος ούτω διαρρήδην προς τον ιερόν νόμον; ή μη έμελλε να κατανικήση την ιδίαν Του συμπάθειαν, και να φανή ανηλεής και να καταδικάση; Και αν ούτως έπραττε, δεν θα προσέβαλλεν εν τω άμα το πλήθος, το οποίον ήτο συγκεκινημένον υπό της τρυφερότητός Του, και δεν θα προσέβαλλεν άμα τους πολιτικούς κρατούντας, γινόμενος ένοχος αποστασίας; Πώς ηδύνατο άρα να εξέλθη της δυσχερείας; Και το έν και το άλλο, είτε αίρεσις είτε προδοσία, κατηγορία ενώπιον του Συνεδρίου ή καταγγελία προς τον Ρωμαίον πραίτωρα, εναντίωσις εις τους ορθοδοξούντας ή απαλλοτρίωσις από των πολλών, αμφότερα θα υπηρέτουν καλώς τους ασυνειδήτους σκοπούς των.

Η νουθεσία αύτη συνίστατο εις την βαθείαν υποψίαν, το ισχυρόν προαίσθημα, το οποίον εδέσποζεν αυτού, καθώς προσέβλεπεν εις τον κύπτοντα και σιωπώντα δεσμώτην. Αλλά τώρα ήλθε και δευτέρα νουθεσία, ήτις εις συνήθη Ρωμαίον, και Ρωμαίον ενθυμούμενον τον φόνον του Καίσαρος και το όνειρον της Καλαυορνίας, θα ηδύνατο να φανή απαισία άμα και θεόπεμπτος.

Καθ' όλον το μήκος των οχθών της Γεννησαρέτ, Ιουδαίοι και εθνικοί ήσαν αλλοκότως αναμεμιγμένοι, και ο άγριος Άραψ της ερήμου διηγκωνίζετο με τον υπερόπτην Ρωμαίον και με τον πανούργον Έλληνα. Παρήλθον αι ημέραι της ησύχου μονώσεως εις Ναζαρέτ, και βίος εργασίας, περιπλανήσεως, κηρύγματος, ιάσεων και αγαθοεργίας έμελλε τώρα ν' αρχίση.

Ξανθίππη, κάθε νεύρον μου η θέα σου ταράττει, όταν σκεφθώ, κυρά, πώς άδειαζες 'στήν κεφαλήν εκείνην του Σωκράτη δοχεία ρυπαρά. Ω Κλεοπάτρα, σύλλαβε τον χάχα τον Ρωμαίον εντός χρυσού δικτύου, κι' ας τον ιδώ νικώμενον και φεύγοντα δρομαίον την άκραν του Ακτίου. Προβαίνετε, προβαίνετε με μειδιώντα χείλη, προβαίνω δε κι' εγώ, και μίαν μίαν από σας φορών το πετραχήλι την εξομολογώ.