United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ; Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του. — Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ' αγαπά. — Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!.

Ως τόσον κατ' εκείνας τας τριάκοντα εννέα ημέρας επεράσαμεν εις ξεφάντωσιν και συναναστροφήν με κάθε χαράν και αγαλλίασιν. Την τριακοστήν ενάτην ημέραν, ο νέος εκείνος, αφού ελούσθη εις το λουτρόν, επλάγιασεν εις το κρεββάτι του· και μου ζητεί να χωρίσω ένα χειμωνικόν να του δώσω να φάγη με ζάχαριν διά δροσιστικόν.

Μα, είπεν ο Αναΐππης, πρώτον πρέπει να μου τάξης ότι θα την χωρισθής αύριον, και δεύτερον ευθύς να μισεύσης από τούτην την χώραν, με τα δηνάρια που θέλουν σου δοθή· επειδή η οικογένεια του Μουζαφέρ δεν ήθελεν υποφέρη να σταματήσης πλέον εδώ, ύστερον από ένα τέτοιον πράγμα. Εγώ ευθύς σου τάσσω, απεκρίθη ο Κουλούφ, να την χωρίσω και να φύγω, και αν δεν με πιστεύης, σου κάνω όρκον εις τον Προφήτην.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! δαρθήτε όσο θέλετε· δε δίνω έναν παρά. Δεν εννοώ εγώ να τσαλακώσω τη ρόμπα μου για να σας χωρίσω. Θάμουν τρελλός αν πήγαινα ν' ανακατωθώ μαζί τους για να μούρθη στο τέλος και καμμιά κατακεφαλιά. Οι ανωτέρω. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αχ! κύριε, πάρα πολύ λυπούμαι για το ξύλο που φάγατε. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Δε σημαίνει τίποτα. Ένας φιλόσοφος ξαίρει να παίρνη τα πράγματα όπως έρχονται.

Αλλ' εις ολίγον έρχεται οπίσωτον Ρωμαίον, που τον επήρεν ο θυμός κ' εκδίκησιν γυρεύει, και πιάνονται και πολεμούν 'σαν αστραπή κ' οι δύο. Πριν σύρω έξω το σπαθί κ' εγώ να τους χωρίσω, θανατωμένος έπεσετο χώμα ο Τυβάλτης, κ' εκεί αμέσως στρέφεται και φεύγει ο Ρωμαίος. Εάν σου είπα ψεύματα, να χάνω την ζωήν μου.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; θάνε κοινός ο βίος; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Πρόφθασε να φας σκατά! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπα, κοινά θάνε κι' αυτά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ δυσανασχετούσα• Μας τον γάμησες τον λόγο! θα σου τώλεγα και τούτο. Πρώτα πρώτ' απ' όλα τάλλα θα μοιράσουμε τον πλούτο• κι' ό,τι ο καθένας έχει• θα χωρίσω και τη γη ισα μερδικά να βγη.

Θαυμάζω εις εσένα, του αποκρίνεται ο Κουλούφ ρίχνοντάς τα φλωριά και το φακιόλι, που με αναγκάζεις να χωρίσω τη γυναίκα μου, που την εστεφανώθηκα εμπροστά σου· ένας τιμημένος άνθρωπος ωσάν και εμένα δεν κάνει παρόμοια· πώς; το λοιπόν εγώ έρχομαι εις την Σαμαρκάντα, και ένας πραγματευτής με παίρνει, και μου δίδει γυναίκα και υστερότερα θέλει να την χωρίσω; ετούτο δεν θέλω το κάμει ποτέ· και παύσε, αυθέντη Αναΐππη, εις το να με παρακινήσης, διατί δεν θέλεις κάμει τίποτε.

Α επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις τον κόσμον.

Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου προξενήση ο χωρισμός της.

Καλώτατα, Κυρά μου, είπεν ο Κουλούφ όλος χαρά· εσύ θέλεις μείνει ευχαριστημένη· απεφάσισα να χάσω την ζωήν μου, παρά να σε χωρίσω.