United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω αυθέντη, εφώναξα βλέποντάς τον, πώς είσαι εις αυτήν την κατάστασιν; Μα αυτός αντίς να μου αποκριθή, τρέχει και παίρνει ένα άλογον και καβαλλικεύοντάς το φεύγει με μέγαν φόβον χωρίς να μου ειπή λόγον· και καθώς εγώ εστοχαζόμουν μήπως του έτυχε κανένα εναντίον, έτσι αποφάσισα διά να τον ακολουθήσω.

Βλέπεις, αυθέντη, του λέγει, αν ετούτα τα μαλλιά είναι άξια κατάφρονήσεως· εξέταξε το πρόσωπόν μου σε παρακαλώ, και πες μου χωρίς κολακείαν τον στοχασμόν σου.

Εγώ σου την αφίνω, του είπεν ο βασιλεύς, αν μου ειπής την αλήθειαν ποίος είσαι και διατί επήρες την μορφήν μου. Αυθέντη, του απεκρίθη εκείνος, επειδή και η βασιλεία σου κάνεις ετούτη, την χάριν, τίποτε δεν θέλω σου κρύψει, και διά να σε βεβαιώσω πώς δεν θέλω σου κρύψει την αλήθειαν, κάνει χρεία να λάβω την φυσικήν μου μορφήν.

Ψεύματα λες, απεκρίθη ο Ταχέρ· η Δηλαρά κλαίει και οδύρεται διά το πταίσιμον που έκαμε με εσένα, και εσύ λες πως θέλει και αυτή να αναχωρήση από το σπήτι μου; Αυθέντη Κατή, ακολουθεί αυτός, εγώ θέλω να τον πιάσω με τον λόγον του.

Ο Μουζαφέρ και ο υιός του αποκρίθηκαν· μην τον πιστεύης αυθέντη, διότι είνε ένας κακός άνθρωπος και ψεύτης, και με αυτές τες ψευτιές πάσχει να μας γελάση.

Αυθέντη μου, απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται εις ετούτην την θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την θυγατέρα του Αλγεμάλ μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα εκείνο που ημπορώ να ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του Σολομώντος.

Ω! σήκω, σήκω απ' την γην να ήσαι άνδρας πρέπει. Ω! σήκω! αν την αγαπάς την Ιουλιέταν, σήκω. Τι ωφελεί τόσον κακόν και θρήνος; ΡΩΜΑΙΟΣ Παραμάνα! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αχ! όλοι θ' αποθάνωμεν, αυθέντη μου, αυθέντη! ΡΩΜΑΙΟΣ Της Ιουλιέτας τ' όνομα επρόφερες.

Ο βασιλεύς έμεινε κατά πολλά θαυμασμένος με μίαν τέτοιαν μεταμόρφωσιν και ο γέρων άρχισε να λέγη· εσύ, ω αυθέντη, με βλέπεις τέτοιον, καθώς αληθώς είμαι, και διά να σου δώσω μίαν τελείαν ευχαρίστησιν, θέλω σου διηγηθή την ιστορίαν της ζωής μου. &Ιστορία του Μοκβάλ και της Δειλνοβάτζης.& Εγώ είμαι υιός ενός υφαντή γεννημένος εις την Δαμασκόν, και Μοκβάλ είναι το όνομά μου.

Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.

Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον, ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου· κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση, ότι η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα.