United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίλα μου ως που το λεπτό φως της ημέρας μπη μέσα στην κάμαρα. Υπάρχει κάτι στη φωνή σου που είναι θαυμαστό. Δεν έχω απόψε διάθεση για κουβέντα. Αληθινά σου λέω. Τι απαίσια που χαμογελάς έτσι! Πού είναι τα σιγάρα; Α! ευχαριστώ. Τι εξαίσιοι αυτοί οι μοναδικοί νάρκισσοι! Φαίνονται σαν καμωμένοι από κεχριμπάρι και καινούριο φίλτινσι. Είναι σαν Ελληνικές αντίκες της καλυτέρας περιόδου.

Κι ο λοχίας ψηλός, ξερακιανός ρουμελιώτης, ηλιοψημένος, μαύρος, με παχύ μουστάκι και με της λεβεντιάς τον ίσκιο απάνω του σαν είδε πως η υπηρεσία κ' οι δουλιές αποτελείωσαν, άρχισε γερή κουβέντα και γέλοια μαζί τους.

Ολόγυρά του και μέσα του βασίλευε νέκρα και σιωπή. Μοναχά το ποτάμι μούγγριζε δίπλα του, σα να τούλεγε ότι το μούγγρισμ' αυτό θα νάχη από δω και πέρα συντροφιά και κουβέντα του, ως που ο καιρός κ' η βροχές θα να το σωριάσουν στα ρέματά του. Ο Φώτος είχε τραβήξει με τάλογο φορτωμένο κατά το δρόμο της Λάκκας.

Δεν το κατώρθωσε όμως, όχι τάχα πως είχε τότες κακή θέληση, μα γιατί καθότανε σε μιαν καρέγλα κ' έγραφε στα γόνατά του, κ' έτσι δεν πρόφταινε, αφού πιο γρήγορις από το κοντύλι τρέχει πάντα η κουβέντα. Έβαλε το λοιπόν κάτι πράματα, που δεν τα είπα στη ζωή μου, όπως θα το καταλάβη ο καθένας από μερικούς τύπους που θα μου τους δάνεισε ο Μποέμ, γιατί εγώ δεν τους συνηθίζω.

Αμέ, για να πάη άνοιωθα κ' η ψυχή μας από την αγάπη στο μίσος, από το μίσος στην αγάπη, πόσες άλλες χρωματιές κι αποχρωματιές, πόσες θωριές κι αποθωριές δεν υπάρχουνε, που μήτε τις υποψιάζεται η γλώσσα; Τι είναι το μίσος και που αρχίζει; Άξαφνα, σε απλή, σε ήσυχη κουβέντα, μ' ένα φίλο, ή και με την κόρη που αγαπώ, φιλονικούμε για κανένα πράμα που το κάτω κάτω μπορεί να μας είναι αδιάφορο και στους δυο μας.

Ο άντρας της πάντα αμίλητος, πήρε από τα χέρια του φαρμακοποιού το μπουκάλι με το γιατρικό του παιδιού του, κ’ η μάννα με το παιδί εμπρός, κι αποπίσω αυτός τράβηξαν προς την πόρτα κι έφυγαν. Η κουβέντα άναψε στα γερά μέσα, φωνές και γέλοια αντηχούσαν.

Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι. — Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε; — Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω. — Δεν πειράζει, θειε. το καθαρίζω και το τρώγεις. — Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος. — Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενητιά, κ' έχω καρδιά καμένη.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΉρθε να ρωτήση για την παράσταση .. . Πάει να πη δηλαδή πως ο αφέντης.... Η ψιλή κουβέντα πούχανε στήσει ψες το βράδυ κάτω στα μπάνια δε μου πολυάρεσε. Αμ' η άλλη; Τι θα γίνη με την άλλη; Ο Θεός να βάλη το χέρι του. Καλά έλεγα εγώ να φύγουμε μίαν ώραν αρχήτερα από δωπέρα. ΔΩΡΑΕσύ είσαι εδώ Μπάρμπ-Αργύρη; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕγώ, κοκώνα μου. ΔΩΡΑΠού είναι ο Μπαμπάς;

Τότε ανάμεσα σ’ αυτή, στις Πιντόρ, στο κορίτσι και στις γυναίκες μέσα άρχισε η συνηθισμένη κουβέντα: όπως στο χωριό όλο το χρόνο μιλούσαν για το πανηγύρι, τώρα που βρίσκονταν στο πανηγύρι μιλούσαν για το χωριό. «Δεν καταλαβαίνω πώς αφήσατε μόνο το σπίτι κυρά Καλί, πώς το αφήσατε μόνο;», είπε ένα ψηλό κορίτσι που κουβαλούσε κάτω από την ποδιά ένα δοχείο με πηγμένο γάλα, δώρο του παπά στις κυρίες Πιντόρ. «Νατόλια, καρδούλα μου!

Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά.