United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν αδύνατο, άδικο είταν ένα πλάσμα σαν και σένα, τόση χάρη και τόσος νους, τόση χάρη παιδιακήσια και νους τόσο γερός, τόση ψυχή, τόσο φως να χαθούν, κι άμα πεθάνης να μην ξέρη κανείς πως είσουν της πλάσης το στολίδι, το καμάρι τουρανού. Για τούτο έκλαια κι απελπίζουμουν και ζητούσα κάτι να κάμω για σένα, κανένα ποίημα να σου χαρίσω, που να σε δοξάζη, που να μείνη παντοτεινά. Και διές τώρα!

Ο Βόσπορος εκυλίετο χαριέντως υπό τα βλέμματά μας· πολυάριθμα ισχνοτενή ακάτια διέσχιζον τα κυανά του νερά κατ' αντιθέτους διευθύνσεις, ως χελιδόνες πετώσαι μετ' απαραμίλλου ταχύτητος. Η μήτηρ μου τα παρετήρει δι' απλανών ομμάτων και μετά μακράν σιωπήν αναστενάξασα βαθέως: — Διες εσύ! είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα!

Μη με παρακαλής να σ' αφήσω. Δεν μπορεί να σ' αφήσω. Φέβγει εκείνος και μ' αφίνει, και μας αφίνει, και μου το γράφει ο ίδιος. Τι άλλο θέλεις; Έτσι όλα πάλε καλά, σιάζουνται όλα και μνήσκουμε ήσυχοι οι δυο μας. Διές τι ήσυχη που είμαι. Πέρασε τώρα. Μην το συλλογιέσαι. Μιλώ μαζί σου, σα να μιλούσα μοναχή μου. Είχα λίγη ζάλη· μα δεν είναι τίποτις. Πάλμο, μη φοβάσαι.

Πρώτα πρώτα σ' ωνομάτισεν εσένα, κ' έκοψε σούρβο και το έβαλε. Και μόλις τώβαλεν, εβρόντηξε και πήδηξε κι' εβγήκεν απ' την στια. Έχε την ευχή μου, Μιχαήλο! του είπα. Απόψε εύφρανες την καρδιά μου. Σαν είν' ο Γιωργής μας γερός, είμασθ' όλοι καλά! Ύστερα μ' ωνομάτισεν εμένα. Ε! κ' εγώ, πες, καλά πήγα. Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκηκαι διες εσύ!

Πώς να μην την πιστέψης, άμα σου μιλήση, άμα τη διής; Δεν είναι δική μου, τώρα που την έχω κοντά μου, τώρα που τη βλέπω; Δεν είναι τα λόγια, της ζάχαρη και μέλι; Γονατίζω μπροστά της. Χέρια και πόδια της φιλώ. Λέλα μου, σκότωσε με, να τελειώσω. Διές με που κλαίω σαν το παιδί. Δεν τόννοιωσες ακόμη πόσο σ' αγαπώ; Δεν το φταις εσύ που πονώ· το φταίει η αγάπη που σου έχω. Λέλα μου, να με λυπηθής.

Αν δεν είχα παιδιά στον κόσμο, θενάκοφτα τα μαλλιά μου, θενάβαζα ανδρίκια ρούχα, και με το τουφέκι στον ώμο θενά κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά, ως που να κδικήσω τον νεκρό μου. Γιατί διες, παιδί μου, ο φτωχός μας ο Χρηστάκης δεν ευρίσκει ησυχία, μόνο παλεύει μέσ' στο μνήμα του όσαις φοραίς νοιώθει το φονιά του να πατή τα χώματα.

Διές εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διές τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Ταγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λουλούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκειά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κάθουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κάμερή μου.

Οχτώ χρονάκια πέρασαν, ψωμί δεν επήγε στην καρδιά μου. Γιατί, δεν θα προφθάση να έλθη το παιδί μου, έλεγα, και θα πεθάνω και θα μείνουν τα μάτια μ' ανοιχτά! Και διες εσύ! Τώρα που σ' έχω κοντά μου, τώρα, που σε θωρώ, μου φαίνεται σαν να ήταν χθες που διάβηκες και σήμερα που ήλθες. Και οι πίκραις που ήπια, παιδί μου, και οι τρομάραις που ετράβηξα είναι σαν να μην ήτανε ποτέ!

Κι αν αλλάξης κι αν αλλάξη, δεν αλλάξατε τίποτις εσείς, τάλλαξε η αγάπη, διές όμως πώς άλλαξε κι αφτή, αφού έγινε μεγαλήτερη, κ' έγινε μεγαλήτερη, γιατί θέλησε, όσο γνωρίζεστε και πάτε, να σμίγετε περισσότερο, νάχετε σ' όλα τις ίδιες ιδέες.

Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι. — Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε; — Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω. — Δεν πειράζει, θειε. το καθαρίζω και το τρώγεις. — Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος. — Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενητιά, κ' έχω καρδιά καμένη.