United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ χωρίς καμμιά ντροπή εζήτησες να ζήσης κι' όταν η ώρα σου έφθασε σώθηκες απ' τη Μοίρα σκοτώνοντας αυτήν εδώ, και βρίζεις τώρα εμένα εσύ, ο αλήθεια άνανδρος, που εδέχθης μια γυναίκα πριν νάρθη η ώρα να χαθή προς χάριν του καλού της;. Ωραίαν ευρήκες πρόφασι ποτέ να μην πεθάνης, αν πείθης την γυναίκα σου την θέσι σου να παίρνη.

Ιδού λοιπόν αφήνω τον βωμόν και παραδίδομαι εις τα χέρια σας. Σφάξατέ με, φονεύσατέ με, δέσατέ με, κρεμάσατέ με από τον λαιμόν. Ω, παιδί μου, εγώ η μητέρα σου καταβαίνω εις τον Άδην, διά να μη πεθάνης συ! Αν δε σωθής από τον θάνατον, ενθημήσου την μητέρα σου, πόσα υπέφερε κ' εχάθη. Και, όταν σε φιλή ο πατέρας σου, αγκάλιασέ τον και με δάκρυα ειπέ του τι έκαμα.

ΛΟΥΚΙΛΗ Πηγαίνεις να πεθάνης, Κλεόντ; ΚΛΕΟΝΤ Ναι, σκληρή, αφού το θέλεις. ΛΟΥΚΙΛΗ Εγώ θέλω να πεθάνης; ΚΛΕΟΝΤ Ναι, το θέλεις. ΛΟΥΚΙΛΗ Ποιος σου το είπε αυτό; ΛΟΥΚΙΛΗ Εγώ φταίω; Αν ήθελες ν' ακούσης, θα σου έλεγα πως σήμερα το πρωί σου φέρθηκα μ' αυτό τον τρόπο γιατ' ήταν μια γρηά θεία μου. Μόνο αν πλησιάση ένας νέος μια κόρη φαντάζεται πως την ατιμάζει.

ΤΡΟΦΟΣ Μπορώ να σ' αφήσω να πεθάνης, αφού παραλογίζεσαι; ΕΡΜΙΟΝΗ Αλλοίμονον! Τι τύχη είναι αυτή; Πού να εύρω φωτιάν να πέσω; Πού να εύρω ένα βράχον κοντά εις την θάλασσαν; Ή επάνω εις τα βουνά μέσα σε δάσος να πεθάνω και να κατεβώ εις τον κάτω κόσμον; ΤΡΟΦΟΣ Γιατί να βασανίζεσαι έτσι; Την δυστυχίαν την στέλλουν οι θεοί εις τους ανθρώπους, άλλοτε εις τον ένα, άλλοτε εις τον άλλον.

Δεσμώτη, φίλε μου πιστέ, 'δώ μέσα σε κρατάνε; Σίδερα σου βάλαν στα ευγενικά σου χέρια;.. Έξω μιλάνε για το θάνατό σου. Το ξέρεις; Αλιχτάνε από τη χαρά τους οι ειδωλολάτρες ολοένα. . . Δεν θέλω να πεθάνης. . . ωιμένα! δεν θέλω να σου 'δώ κοκκαλωμένο το κορμί ούτε το στόμα ανοιγμένο, το στόμα σου, που μ' έκανε το Φως το Αληθινό να προσκυνώ!

Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερώτερη από αυτή. Την ακούς μία στιγμή και την θυμάσαι ως που να πεθάνης. Τι σου λέγει καλάκαλά δεν προφτάνεις να καταλάβης, τ' αυτιά σου δεν προκάνουν ν' ακούσουν τον ήχο και τον ρουφάει αμέσως ανατριχιασμένη η ψυχή και τον αισθάνεται, μαχαίρι δίκοπο και κατάκρυο, όλη σου η ύπαρξις. Άκουσες αυτόν τον ήχο; δέκα χρόνια από τη ζωή σου έχασες!

Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω. — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του; — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο. — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου. — Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω; — Μαζί και κείνη.

Ή μήπως ανανδρότερος απ' όλους εγεννήθης κ' εδειλίασες κι' αρνήθηκες σ' αυτήν την ηλικία για του παιδιού σου την ζωή να χάσης τη δική σου, και μία ξένη αφήσατε για μένα να πεθάνη, που δίκαια την είχα εγώ πατέρα και μητέρα. Και όμως θα ήταν ο αγών ωραίος να πεθάνης για το παιδί σου, αφού έφθασες στο τέλος πια του βίου και δεν σου έμενε πολύς καιρός να ζήσης πλέον.

Είσαι βασιλιάς νέος λαού μεγάλου και θα σου αφήσω κτήματα πολλά, όσα επήρα κ' εγώ απ' τον πατέρα μου. Λοιπόν, τι σου έχω κάμει κακό, και τι σ' εστέρησα; Δεν θέλω να πεθάνης εσύ για μένα, μα ούτ' εγώ για χάρι σου πεθαίνω. Συ την ζωή την αγαπάς· εγώ, νομίζεις, όχι; Του κάτω κόσμου η ζωή είναι μακρυά κ' αιώνια, εδώ επάνω η ζωή είν' λίγη μα γλυκειά είναι.

Πριν σηκωθή το τραπέζι ακόμα, ο παπάς είπε στη γριά: — Ε! τώρα, κυρά, ετοιμάσου να πεθάνης, όπως έλεγες, γιατί απόλαψες ό τι ποθούσες! — Τι λες, δέσποτα μ'; Τι κουβεντιάζεις; Αμ τώρα θέλω να ζήσω και να χαρώ! Ε ζωή είναι γλυκή όταν αδερφώνεται με τη χαρά. Ο πόθος συγκρατάει τη ζωή μας κι' η λύπη τη σβυεί.