United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω Δία, τι πράμα που μας έδινες: γυναίκες. ΧΟΡΟΣ Τρισάθλιο, σαν τους άντρες που τους διαγουμίζουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Και πάλι κακομελετάς μπρος στ’ αγάλματα; ΧΟΡΟΣ Απ’ τη μικροψυχιά τη γλώσσ’ αρπάζει ο φόβος. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αν σ’ το ζητούσα, μια ελαφρή μου ’κανες χάρη; ΧΟΡΟΣ Λέγε την το πιο γρήγορο και θα δω τότε. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Καϋμένη σώπασε, τους φίλους μην τρομάζης.

Και πρόστεσε: — Ίσως το μικρό, που περιμένουμε, να μπορέση να κάμη εκείνο που δεν το μπόρεσε άλλο τίποτες. Τη σύντομη αυτή ομιλία τη συλλογίστηκα συχνά και του κάκου ζητούσα να τη συναρμώσω με την αθόλωτη ευτυχία, που απολάψαμε το περασμένο καλοκαίρι.

Πόσον δ' υπέφερε κατά το διάστημα τούτο, μόνον αυτή εγνώριζε κ' αι άγιαι εικόνες, προς τας οποίας εσύρετο γονυκλινής όλας τας ώρας της ημέρας και της νυκτός, ζητούσα συγχώρησιν, και τα συζυγικά στέφανα, τα οποία έβρεχε διά των δακρύων της, επικαλουμένη το έλεός των.

Η ημετέρα Ιωάννα συνείθιζεν ως οι αρχαίοι Αθηναίοι να εκτελή όσα απεφάσιζεν άνευ αναβολής· αλλά τότε ευρέθη κατά πρώτην φοράν εις μεγάλην αμηχανίαν, μάτην ζητούσα να εύρη πως ηδύνατο, Πάπας ούσα, να τείνη εις τους ασπασμούς του αθώου εκείνου νεανίσκου άλλο τι πλην των σανδαλίων της.

Έζησε μια θλιμένη, παράμερη ζωή, κοντά σε μια θειά της στην Αίγυπτο, και τον καιρό, που εγώ παντρεμένος σαν το χυδαιότερο αστό, με μια γυναίκα που δεν την αγάπησα ποτέ μου, ζητούσα να την ξεχάσω, ξεχνώντας τον εαυτό μου, αυτή έμεινε προσηλωμένη στ' όνειρο το σβυσμένο της αγάπης μας. Τώρα βρίσκεται εδώ.

« Κ' οι Τούρκοι αυτοί με σκιάζονται, » Κι' αυτοί οι συγγενείς μου. » Ρωτάτε τα παιδάκια μου, » Ρωτάτε το Μουχτάρη, » Και το Βελή ποιος τάφαγε! » Μ' ελέγανε λιοντάρι » Όλοι μου η Αρβανητιά, » Κι' αυτ' οι καταστροφείς μου!» « Σουλτάν Μαχμούτ με διέταξε, » — Φορμή κ' εγώ ζητούσα — , «'Σ της Πλησιβίτσας το χωριό, » Τ' άστατο να προσέχω. » Κ' εγώ που τίγριδος καρδιά » Κ' εδώ ακόμα έχω » Το ερημόνω.

Τα λόγια που σου έλεγα τότες, πες μου, χρυσό μου, και σήμερις ακόμη και την ώρα αφτή που σου γράφω, δεν κελαδούνε μέσα στην καρδιά σου, σαν πουλάκια γλυκά; Το χάρηκαν της Χιός τα βουνά, το χάρηκε ο κόσμος, το τραγούδι της αγάπης που έκαμα, φως μου, για σένα. Μήπως το ξεχνάς; Όταν είσαι μακριά, παρηγοριά δεν έχω. Αναστέναζα και σε ζητούσα στο Πυργί· αναστενάζω και σε ζητώ στη Σαντορίνη.

Κατευχαριστημένα; Όχι πάντοτε δυστυχώς, διότι και η διασκέδασις αυτή έχει ενίοτε την σκιεράν της όψιν. Άκουσε, να γελάσης. Προ ολίγων ημερών ευάριθμος αλλά φαιδρά δομινοφόρων ομάς περιήρχετο εσπέραν τινά τας οδούς των Αθηνών ζητούσα διασκέδασιν και χορόν εις πάσαν οικίαν, της οποίας έβλεπε φωτισμένα τα παράθυρα.

Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345 και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον, 'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.

Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι. Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη, ωσφράνθη.