United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκέψου προς στιγμήν, εάν θυσιάσης την κόρην σου ποίας άραγε ευχάς θα προφέρεις κατά τας στιγμάς της θυσίας ; ποίον δώρον θα ζητήσης παρά της θεάς σφάζων το τέκνον σου; Βεβαίως δυστυχής θα είναι η επάνοδός σου όσον μυσαρά η εντεύθεν αναχώρησίς σου. Αλλά μήπως είναι δίκαιον να ευχηθώ εγώ αγαθόν τι δια σε; θα ήτο το αυτό ως να εθεώρουν αδίκους τους θεούς ζητούσα παρ' αυτών αγαθά υπέρ κακού συζύγου.

Εκείνο που πίστευα δεν είταν κάτι σταθερό. Ζητούσα μόνο να βρω το πιο ψηλό και συχνά, ακόμα και στην πρώτη νιότη μου, η φτώχεια εκείνου, που τονομάζουνε με την κακή λέξη «υλισμό», με ξάφνισε με την ξερή του ψυχρότητα.

Ο Μανώλης, ιστάμενος παρά τον ξύλινον στύλον, όστις υπεβάσταζε την στέγην, την παρετήρει ως να την έβλεπε πρώτην φοράν η δε Πηγή τόσον είχε σαστίση, ώστε επηγαινοήρχετο ζητούσα διά την μέλλουσαν πενθεράν της καθέκλαν, ενώ ήσαν δύο προ αυτής. — Άδικο θάχε δα, Μανώλη, ο Στρατής αν ερχόνταν αυτή την ώρα; είπεν η Σαϊτονικολίνα. — Ας ερχόντανε, απήντησε με προκλητικόν πείσμα ο Μανώλης.

Και τούτο με βασάνιζε, ενώ από το άλλο μέρος τα λόγια της αντηχούσαν ακόμα σταυτιά μου. Ξαναέφερνα στο νου μου όλη τη ζωή, που έζησα με την Έλσα, ό,τι μπορούσα να θυμηθώ κι ό,τι μπορούσε να έχη κάποιο σύνδεσμο μ' αυτή. Κι όταν δεν μπορούσα πια να θυμηθώ άλλο τίποτε, ζητούσα μέσα στο στοχασμό μου εκείνο που μου είταν αδύνατο να βρω.

Μετά μακρούς αγώνας, τινών γραμμάτων η προφορά επανήρχετο εις την μνήμην της, άλλα δε τινα δεν τα ενεθυμείτο. Κατήντησε δε να κάμνη επί του χάρτου εκείνου μαθηματικούς υπολογισμούς, συγκρίνουσα το σχήμα των ομοίων, και ζητούσα να φθάση εκ των γνωστών εις τα άγνωστα. Αλλά μάτην.

Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλειτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν, ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.

Είνε ωσαύτως γνωστόν ότι το πρωτείον το διοικητικόν εδόθη εις τον επίσκοπον Ρώμης, καθώς βραδύτερον εις τον Κωνσταντινουπόλεως, επειδή αι πόλεις εκείνων ήσαν αι βασιλεύουσαι του τότε κόσμου, και διότι η Εκκλησία του Χριστού, μη ζητούσα ποτέ να ιδρύση κοσμικόν κράτος, συνεμορφούτο πάντοτε προς τας πολιτικάς εξουσίας.

Φευ ! ποίαν αξίαν έχει η αιδημοσύνη και η αρετή εκεί όπου επικρατεί η ασέβεια, όπου η αρετή περιφρονείται, η ανομία υπερισχύει του νόμου και οι άνθρωποι δεν συνασπίζονται, όπως αποτρέψωσι την θείαν οργήν ; ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ και ΧΟΡΟΣ Ήλθον ζητούσα τον βασιλέα σύζυγόν μου, όστις, εγκαταλιπών τα δώματά του προ πολλού, είναι απών.

Τον εύρισκε τουναντίον φοβερόν, συνωφρυωμένον, συνεσφιγμένας έχοντα απειλητικώς τας πυγμάς, τας νευρώδεις και ικανάς να καταβάλουν δράκοντα, συλλαμβάνοντα αυτήν εις τας αγκάλας του Μήτρου και απηλούντα να λάβη δίκην της προδοσίας της. Και ανεπήδα τότε έντρομος όλη, ζητούσα να προφυλαχθή που.

Τώρα παρά την πρύμνην αριστερόθεν του παπά καθημένη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι' ης είχε περιχαρακώσει τον υιόν της.