United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφαίνετο ότι έπραττε τα πάντα μετ' ευχερείας, και βεβαίως δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξετέλει την νυκτερινήν ταύτην κατόπτευσιν. Εκείνο όπερ ανεύρεν ήτο σιδηρούν εργαλείον, ου το σχήμα δεν διεκρίνετο καλώς εις το σκότος. Προσέτι δύο ξύλα και μία σανίς. Λαβών αυτά επλησίασεν εις τον τοίχον.

Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν, ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν.

Επλησίασεν εις το πυρ την χύτραν, εν τη οποία έβραζεν ο ζωμός, ο προωρισμένος διά τον Βινίκιον, και εσιώπησεν. Οι λογισμοί του επλανώντο εν μέσω των δρυμώνων της πατρίδος του.

Μετά μίαν στιγμήν ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβυσε με την κιμωλίαν το μαύρο σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κ' έφυγεν.

Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ένας δούλος ο οποίος είπεν ότι είχε σταλή από τον Ετοιμοκλέα τον Στωικόν και έφερεν επιστολήν με την παραγγελίαν του κυρίου του να την αναγνώση ενώπιον και εις επήκοον όλων και έπειτα να φύγη. Ο Αρισταίνετος του έδωκε την άδειαν, αυτός δε επλησίασεν εις τον λύχνον και ήρχισε ν' αναγινώσκη.

Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου.

Ο πρώτος χριστιανός εις τον οποίον με επλησίασεν η κακή μου μοίρα, ήτο είς ιατρός εν Νεαπόλει, ονόματι Γλαύκος. Δι' αυτού έμαθον ολίγον κατ' ολίγον, ότι ούτοι ελάτρευον κάποιον Χριστόν, όστις τους είχεν υποσχεθή την εξόντωσιν όλων των ανθρώπων και τον όλεθρον όλων των πόλεων επί της γης, και ότι αυτούς μόνον θα αφήση να ζώσιν, υπό τον όρον όπως ούτοι τον βοηθήσουν εις το έργον της καταστροφής.

Τέλος πάντων ευρίσκει μίαν πολλά στενήν, εις την οποίαν εμβαίνοντας ευχαρίστησε τον Ουρανόν διά τούτην την χάριν, και περιπατώντας επλησίασεν έως τα πόδια ενός μεγάλου δένδρου, που ήτον εις το έμβασμα της πεδιάδος, το οποίον εσκέπαζε με τον ίσκιον του μίαν πηγήν από νερόν καθαρόν· είδεν ακόμη ολίγον ξέμακρα από εκεί και άλλα διάφορα δένδρα με διαφόρους μεγαλωτάτους καρπούς, και εκστατικός διά τούτην την ξάνοιξιν, έτρεξε διά να δώση την είδησιν του πατρός του και της μητρός του, που εχάρησαν μεγάλως που ο ουρανός άρχιζε να λαμβάνη ευσπλαγχνίαν διά τες δυστυχίες τους.

Τότε ο γέρων του λέγει· θέλω να προσμένω και εγώ εδώ διά να ιδώ το Τελώνιον και να γίνω μάρτυς εις τέτοιον συμβάν, και εκάθισε σιμά του συνομιλώντας παρόμοια. Και μετ' ολίγον ιδού έρχεται ένας άλλος γέρων με δυο σκυλλιά μαύρα συντροφεμένος, επλησίασεν αυτούς, τους εχαιρέτησε και τους ηρώτησε πώς ευρέθησαν εις ένα τέτοιον έρημον τόπον.

Φαίνεται, ότι μετά πολλάς ανωφελείς αποπείρας, τας γενομένας διά του Λάμπρου του Βατούλα, ηθέλησεν ο ίδιος να πραγματευθή προς τους πέντε συνωμότας. Επλησίασεν. Ο μπάρμπα-Γιώργης και ο Δημήτρης ο Ζάβαλος εσηκώθησαν και μετέβησαν όπισθεν του μαγγανοπηγάδου, όπου τους ένευσε να τον ακολουθήσωσι. Κατόπιν τούτων, απρόσκλητος, ηκολούθησε και ο Γιαννιός ο Κάβουρας.