United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι άλλοι μαραμένοι, άφωνοι, βουβοί απόμειναν στο πλάι του λοχία τους. Ο Βλαχογιώργος έβριζε ολοένα από τη λύσσα του. Έγυρε μπρος στης πόρτας το διαπόρι πάλι και μανιακός μούγκριξε καταμέσα·Τζούτζιας! Γκότσης! Ντρούλιας! όξου παλιοκούλουκα!... Ήταν αφτοί οι τρεις πρώτοι, οι τυχεροί, που θαλατίζονταν με το σκοινί. Όλοι έμειναν μέσα άσειστοι, βουβοί. Κανείς δεν εκινήθηκε.

Δεν μπορώ να λησμονήσω την αγωνία, που με κυρίεψε τον καιρό αυτό. Η αγωνία μου ερχότανε τη νύχτα, όταν καθόμουνα μόνος μπρος στο τραπέζι μου. Με ακολουθούσε, σαν πήγαινα να ησυχάσω, και κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού μέσα στο σκότος, εκεί που έμενα άγρυπνος κι ακροαζόμουνα την αναπνοή της γυναικός μου για να βεβαιωθώ πως κοιμάται. Μια σιωπή, παράξενη σιωπή βασίλευε αναμεταξύ μας τον καιρό αυτό.

Στη βράση απάνω που ακολούθησε μπαίνουν κ' οι Εβραίοι στη μέση και τα χεροτερεύουν. Πιάνουν έναν άνθρωπο του Κυρίλλου και τον παραδίνουν του Ορέστη κατηγορώντας τον πως ήρθε στη Συνέλεψη να κατασκοπήση. Προστάζει αμέσως ο Ορέστης και τονέ δέρνουνε μπρος στον κόσμο. Έγινε ο Κύριλλος όξω φρενών όταν τάκουσε. Παίρνει φωτιά και το ποίμνιο του, και σα δαιμονισμένοι σηκωθήκανε να φάνε την Εβραΐλα.

Έπειτ' άρχισαν να το ψηλαφάνε, να το γυρίζουν μπρόςπίσω, να το ξετάζουν, για να μάθουνε το νόημα του. Έλεγαν χίλιες γνώμες μυστικά και φανερά, έβγαζαν διάφορα συμπεράσματα· μα κανένα δεν πίστευαν πως ήταν και σωστό. Ό,τι έλεγε ο ένας αμέσως άλλος το πολέμαε. Άρχιζαν ν' αντιφέρνωνται, να στενοχωρούνται και μυστικά να θυμώνουν μ' εκείνο που τους έβαλε σε μπελάδες.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γυναίκες,— συφορά σου,— τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε· θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω.—Είθε την προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού, και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου. Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι, και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.

Ταραχή από κυνηγούς· διάφορα πνεύματα σαν λαγωνικά βγαίνουν, και τους κυνηγούν. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΌΣ και ο ΑΡΙΕΛ παρακινούν τα λαγωνικά. ΠΡΟΣΠ. Μπρος, μπρος. ΑΡΙΕΛ. Τρέχα, τρέχα απάνω τους. ΠΡΟΣΠ. Σου, σου.

Τάλλο το κόνεμά μας είτανε στην Αγιά Ειρήνη, από την παρακείθε πλαγιά του βουνού, δίπλα στ' Απανωχώρι. Εκεί το λοιπόν μπρος στο Καφενείο, αντάμωσα τον καλό μου τον Πέτρο που σούλεγα παραπάνω. Ήρθε κατόπι κι ο αδερφός του ο Παυλής, δικηγόρος κι αυτός, και μας βρήκε. — Και φορούσανε Κρητικά οι δικηγόροι αυτοί; — Δηλαδή μισά μισά, μάλιστα ο Παυλής.

»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι; »Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου.

Τρεις ώρες εστολίζονταν ακέριες κάθε μέρα, Μπρος σε διαμαντοστόλιστον κι’ ολόχρυσον καθρέπτη, Και ξένταε και χτένιζε μακρυά μαλλιά και μαύρα, Με διαλυστήρι ολόχρυσο και λεφαντένιο χτένι, και τάπλεγε μακρυά-μακρυά και τάφκιανε πλεξίδες, Σταυροδεμένες ώμορφα στη μέση στη χωρίστρα.

Εκεί που λέγει: Δεν σταματώ τον πόλεμον, τας αιματοχυσίας Πριν του Πριάμου του τρανού ο ένδοξος υιός Έκτωρ Φθάση στα πλοία, στας σκηνάς μέσα των Μυρμιδόνων· Μπρος στη δική μου την σκηνή, στο μελανό μου πλοίον Τον Έκτορα εις την ορμήν, θαρρώ, θα σταματήσω.