United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και γύρω στα χείλη της έπαιζε ένα χαμόγελο, που νόμιζα πως κάποτε το είχα δει. Δεν μπορούσα να θυμηθώ πότε. — Δεν κλαίω πια, είπε. Κ' η φωνή της είχε έναν ήχο σχεδόν προκλητικό, όταν πρόστεσε: — Αυτό είναι και το μυστικό μου. Ακολούθησα τη διάθεσή της χωρίς να νοιώσω τα λόγια της. Είμουνα ευχαριστημένος κ' ευτυχισμένος με το συναίστημα πως μας χαμογελούσε ξανά η ζωή.

Το μαρτυρικό τέλος του, τον ανέβασε πολύ στην κοινή συνείδηση, σχεδόν τον εξαΰλωσετου πρόστεσε κάτι το θρυλικό στην τίμια κι ολοφώτεινη ζωή του.

Μου άπλωσε το χέρι της απάνω από το ετοιμοθάνατο παιδί κ' είπε: — Δεν το ξέρω αν θα είναι για καλό ή για κακό, όμως θα μείνω μαζί σου. Γιατί τώρα πιστεύω πως έτσι το θέλει ο θεός. Κ' έπειτα από μια στιγμή πρόστεσε: — Κι ο Σβεν το θέλει. Μίλησα μαζί του. Χωρίς να μπορέσω να της απαντήσω, έσκυψα και της φίλησα το χέρι. Και τη στιγμή αυτή δε γνώριζε κανείς μας τι είταν ευτυχία και τι δυστυχία.

Κι ακολουθώντας τη σειρά των στοχασμών της πρόστεσε: — Αυτό θα είναι ίσως γιατί τον αγαπώ περσότερο από άλλο καθετί στον κόσμο. Περσότερο από τάλλα δυο παιδιά, περσότερο από σένα. Το σκέφτηκα συχνά και γνωρίζω πως αν πέθαινε ένα από τα μεγάλα παιδιά, δε θα έπαυα ποτέ να λυπούμαι. Μου φαίνεται όμως πως θα μπορούσα να υποφέρω τη λύπη για χάρη σας των άλλων, που θα ζούσατε.

Το τελευταίο το πρόστεσε μ' έναν τόνο, σα να πρόφερε κάτι που την αηδίαζε και σα να ντρεπότανε γι' αυτό. — Πώς μπορούσα να σε παρεξηγήσω τόσο; είπε. Κ' ενώ αγκάλιασε τον ώμο μου, με κοίταξε στα μάτια και ρώτησε: — Δε θυμώνεις που με βλέπεις να πηγαίνω μέσα στο Σβεν; — Να θυμώσω; Θα την είχα κοιτάξει βέβαια με ξαφνισμένη έκφραση, που δεν μπορούσε να παρανοηθή. Γιατί δε ρώτησε τίποτε πια.

Μια μέρα όμως δεν ξέρω πως κατέβηκε του Ούλοφ να του πη πως έχει μακριά μαλλιά σαν κορίτσι. Αυτό το είχε ακούσει ο Σβεν και πριν, μα δεν τον έννοιασε. Τώρα όμως ο μεγάλος αδερφός πρόστεσε: — Μα δεν πηγαίνει πια, αφού έχεις αρρεβωνιαστικιά. Κι αυτό έκαμε βαθειά εντύπωση του Σβεν. Από την ημέρα αυτή δεν έπαψε να τυραννή τη μαμά για τα μαλλιά του. — Θέλω να έχω τα μαλλιά σαν τάλλα αγόρια, έλεγε.

Και πρόστεσε: — Αν όμως πεθάνω μια μέρα, πήγαινε στον κομμό του Σβεν. Απάνω απάνω εκεί θα βρης ένα γράμμα. Μα δεν πρέπει να το διαβάσης προτήτερα. Γιατί ξέρω πως σε λίγο θα πεθάνω κι όταν πεθάνω, θα πεθάνω το ίδιο σαν το Σβεν. Πόσες φορές την άκουσα να μιλή τέτοια λόγια και πόσες φορές δε με κάμανε τα λόγια αυτά νανατριχιάσω ως το κόκκαλο!

Μα σε όλα, όσα της ανάπτυξα, απάντησε σα να μη με άκουγε πια· κι άμα σώπασα, ξακολούθησε την ίδια σειρά των στοχασμών της: — Γιατί είμαστε συ και γω πιο ευτυχισμένοι από τον άλλον κόσμο; Το είπε με τόση σοβαρότητα, σα να μελετούσε μονάχα ένα γνωστό και παραδεγμένο περιστατικό, και πρόστεσε: — Βρίσκω πως όλοι οι άλλοι είναι δυστυχισμένοι, όταν τους συγκρίνω με σε και με.

Χαμογέλασα με το ζήλο της, ενώ ταυτόχρονα τα λόγια της μου θερμαίνανε την καρδιά. — Γιατί θέλεις να συγκρίνης; είπα. — Γιατί αυτό με κάνει ευτυχισμένη, απάντησε. Κ' ενώ έμεινε ορθή εκεί μπροστά μου και με κοίταξε, πρόστεσε: — Άφησέ με να το πω τώρα, γιατί δεν πιστεύω να βρω άλλη φορά περίσταση να σου το πω: Το βρίσκω τόσο παράξενο όταν συλλογίζουμαι τον πρώτον καιρό που παντρευτήκαμε.

Και πρόστεσε: — Ίσως το μικρό, που περιμένουμε, να μπορέση να κάμη εκείνο που δεν το μπόρεσε άλλο τίποτες. Τη σύντομη αυτή ομιλία τη συλλογίστηκα συχνά και του κάκου ζητούσα να τη συναρμώσω με την αθόλωτη ευτυχία, που απολάψαμε το περασμένο καλοκαίρι.